Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Κεφάλαιο 5



Ήταν ενα απο τα βράδια που  ο ύπνος δεν έπαιρνε την Γκουνβαρ.Γύριζε στο κρεββάτι της για ώρες μέχρι που οι δαίμονες των αναμνήσεων της  νίκησαν και κάθισε στην καρέκλα απέναντι απο το παράθυρό της.Ο γλυκός καπνός της πίπας ανακατεμένος με την σκόνη των κίτρινων μανιταριών,έκανε βαριά μεσα την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.Η ίδια υπνωτισμένη,φύσαγε τον απαλά πράσινο καπνό και  ταξίδευε μέσα στον νου της όπως έκανε όποτε ηρεμούσε.

Σαν μάγισσα η Γκουνβαρ ήταν  πολυ πετυχημένη.Ξεκίνησε απο πολύ χαμηλά,σαν  γκαρσόνα σε μια ταβέρνα ενός άγνωστου χωριού,χωρίς φίλους,χωρίς συγγενείς,ορφανή.Σίγουρα θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της όπως όλα τα υπολοιπα κορίτσια του χωριού της εαν δεν εμφανιζόταν η Κέννα η δασκάλα της για να την απομακρύνει και να της μάθει τα μυστικά της μαγείας.Ένα τέτοιο κρύο βράδυ η Γκουνβαρ ,με ενα μικρό σακίδιο, ακολούθησε την Κέννα στον έξω άγνωστο κόσμο.Θυμάται μέχρι τώρα,χίλια χρόνια μετά, το βλέμμα που έριξε ενώ περνούσε τα σύνορα του χωριού της.Ήξερε οτι άφηνε πίσω μια ολόκληρη ζωή σαν γκαρσόνα,σύζυγος κάποιου σιδερά και μητέρα.Εαν ήταν τυχερή θα γινόταν και γιαγιά για να ζήσει το τέλος των χρόνων της,καθισμένη όπως τώρα κοιτώντας τις νιφάδες του χιονιου να πέφτουν αργά έξω στην  κρυα νύχτα.

Βέβαια και η ζωή σαν Μάγισσα δεν ήταν και η πιο εύκολη.Χρειάστηκε πολλά χρόνια για να ξεπεράσει τις άθλιες προκαταλήψεις των χωρικών που έβλεπαν τις γυναίκες μάγους σαν όργανα των σκοτεινών Θεών.Για την ακρίβεια η Γκουνβαρ σταμάτησε να δίνει σημασία στις βρισιές,στα περίεργα βλέμματα και στα παλιοπαιδα που της πετούσαν ακαθαρσίες στον δρόμο.Σαν Μάγισσα τα λάθη όπως να μεταμορφώσεις καταλάθος ένα άνθρωπο σε σκατζόχοιρο μπορούσαν να αποβούν μοιραία.Αντίθετα στους άντρες μάγους τέτοια λάθη  έφερναν γέλια και νομίσματα.Όσο δυνατή και εαν ήταν τώρα η Γκουνβαρ δεν μπορούσε να ξεριζώσει απο τα φτωχά μυαλά τέτοιες προκαταλήψεις.

"Γριά,άσχημη,με σκούπα,που πίνει αίμα απο παιδιά και μαζεύεται μαζί με τις άλλες μάγισσες  για να φτιάξουν περίεργα φίλτρα."  θυμήθηκε η Γκούνβαρ.Γέλασε και ένα ακόμα συννεφάκι καπνου βγήκε απο το στόμα της .Είχε νικήσει την φθορά του χρόνου πολυ καιρό τώρα.Το δέρμα της ήταν το ιδιο απαλό απο οταν έφυγε απο το χωριό,το σώμα της το ιδιο σφριγγυλο και τα μαλλια της ,καστανά,έλαμπαν στον  χειμωνιάτικο ήλιο.Το μόνο που είχε αλλάξει πάνω της ήταν τα μάτια της.Τα πάλαι πότε καστανά της μάτια είχαν αντικατασταθεί απο μια ζωντανή απόχρωση του μώβ,σημάδι της μεγάλης χρήσης μαγείας.Τα ρούχα της ήταν πάντα λιτά αλλά κομψά.Το σκούρο πράσινο φόρεμα που φορούσε,με ύφασμα φτιαγμένο απο τις νύμφες των δασών  ήταν το αγαπημένο της.Πάντα το συνόδευε με ενα γκρι μανδύα και με ελάχιστα κοσμήματα,όπως το δακτυλιδι απο αρκάνουμ που φορούσε τώρα.Πως μπορούσαν οι απαράδεκτοι χωρικοί να την βλέπουν σαν ένα κτήνος;Λες και οι άντρες μάγοι ήταν καλύτεροι.

Η Γκούνβαρ δεν ειχε άδικο.Οι άντρες μάγοι θεωρούντουσαν καλυτεροι,πιο συμπαθείς,πιο ικανοί και  ποιήματα είχαν γραφτεί για τα κατορθώματα τους.Οι περισσότεροι απο αυτούς βρισκόντουσαν σε αυλές βασιλέων να τους συμβουλεύουν για διάφορα ζητήματα του κράτους.Στο Λαμπρό πανεπιστήμιο οι μάγοι είχαν περίοπτη θέση και ήταν σύνηθες απλά κάποιος να κρατάει ενα μπαστούνι,να ειναι γέρος και να εχει γενειάδα για να θεωρηθεί σοφός.Αντίθετα οι μάγισσες έβγαζαν όλη την βρωμοδουλειά στα πεδία των μαχών,στις φυσικές καταστροφές και εννίοτε στο ξύπνημα κάποιου αρχαίου κακού.

Με ενα αναστεναγμό και ρουφώντας πιο βαθιά τον καπνο η Γκουνβαρ βυθίστηκε ακομα πιο βαθιά στις σκέψεις της.Γύρισε πίσω διακόσια χρόνια στην κοιλάδα  του Χελμ Στοφ όπου οι άνθρωποι έδωσαν την πιο μεγάλη μάχη ενάντια στις στρατιές του Σβεϊν.Ο Σβεϊν,που ξεκίνησε σαν απλός σιδεράς,κατάφερε με τον λόγο του και την πειθαρχία του να δημιουργήσει  μια στρατιά με σκοπό να εξαφανίσει το Μεγάλο Βασίλειο.Χάρις στις ικανότητες του και στην ανικανότητα των μάγων είχε νικήσει κάθε μάχη ενάντια στον συνασπισμένο στρατό των ανθρώπων και των Έλφ.Όταν ο Σβεϊν έφτασε μερικά μίλια έξω απο την πρωτεύουσα Σταϊνγκαρτ ο αυτοκράτορας και οι μάγοι έριξαν τον εγωϊσμό τους και ζήτησαν την βοήθεια της Γκούνβαρ και των ακολούθων της.

Η μυρωδιά του αίματος και της καμμένης σάρκας ήρθε παλι στην μύτη της και οι ήχοι της μάχης αντηχούσαν ισχυρά στα αυτιά της.Ένιωσε την αδρεναλίνη να γεμίζει το σώμα της και τα μάτια της να κοιτάζουν στο πεδίο της μάχης.Πάνω στο άλογο της,δίπλα στον αυτοκράτορα και τους συμβούλους του να βλέπει την  ματαιοδοξία των ανθρώπων σε όλο της το μεγαλείο.

"Η μάχη βαίνει καλά αυτοκράτορα Ραντολφ" είπε ενας απο τους μάγους-συμβούλους."Σύντομα θα μπορέσουμε να αιχμαλωτίσουμε τον Σβεϊν και το κεφάλι του θα διακοσμήσει την μεγάλη αίθουσα του θρόνου".

"Ναι είναι μια μεγάλη μέρα για το βασίλειο.Οι στρατιώτες προελαύνουν χωρίς τίποτα να τους σταματά.Ο δειλός ο Σβεϊν θα ψάχνει μέρος να κρυφτεί."αποκρίθηκε ο αυτοκράτορας με στόμφο.

"Ίσως τελικα η μάγισσα Γκούνβαρ δεν θα μας είναι χρήσιμη.Βιαστήκατε να της ζητήσετε την βοήθεια Υψηλότατε" συμπλήρωσε  ο μάγος σύμβουλος.

Η Γκούνβαρ γύρισε και κοίταξε τον μάγο σύμβουλο.Ήταν γύρω στα σαράντα και η καλοζωϊα του παλατιου φαινόταν πάνω του.Ντυμένος με πορφυρά ρούχα και κρατώντας ενα χρυσό ραβδι,στεκόταν γεμάτος καμάρι δίπλα στον αυτοκράτορα,κάνοντας το άλογο του να δυσανασχετεί απο το βάρος.Ο Μάγος σύμβουλος είδε την Γκουνβαρ που τον κοιτούσε και  γέλασε λέγοντας "Ούτως ή άλλως οι μάχες δεν είναι το πεδίο ενασχόλησης των γυναικών".

Τα μάτια της Γκούνβαρ λαμπίρισαν απο οργή αλλά πριν προλάβει να μιλήσει ενας δυνατός κρότος ακούστηκε που έκανε τα άλογα να χλιμιντρισουν τρομαγμένα.Η Γκούνβαρ γύρισε το βλέμμα της και είδε ενα σύννεφο κόκκινης σκόνης να εμφανίζεται στον ορίζοντα.Αρχικά έμοιαζε με μια απλή αμμοθύελλα μόνο που κινιόταν πολυ πιο γρήγορα και προς την κατεύθυνση του μετώπου.Μόλις το σύννεφο διαλύθηκε εμφανίστηκε ενας τεράστιος στρατός απο καβαλάρηδες που κινιόντουσαν εναντια στις δυνάμεις του αυτοκράτορα.Κινούμενοι με υπεράνθρωπη ταχύτητα οι καβαλάρηδες συγκρούστηκαν με ορμή πάνω στα ζαλισμένα απο έκπληξη στρατεύματα.Σαν ενα κάστρο φτιαγμένο απο άμμο που το χτυπά το κύμα της θάλασσας, τα στρατεύματα του αυτοκράτορα διαλύθηκαν  και οι καβαλάρηδες άλλαξαν πορεία προς τον λόφο που βρισκόταν η Γκουνβαρ και ο αυτοκράτορας.

"Τι είδους μαγεία είναι αυτή;"ρώτησε εμβρόντητος ο αυτοκράτορας,περιμένοντας κάποια απάντηση απο τον σύμβουλο του.Ο σύμβουλος του δεν απάντησε,αποστομωμένος απο την στρατιά που ερχόταν προς το μέρος τους.

Χωρίς να χάσει καιρό η Γκούνβαρ κατέβηκε απο το άλογο της.Έβγαλε τα γάντια της και προχώρησε προς την βασιλική φρουρά που ήταν παρεταγμένη  πιο μπροστά.Όλοι οι κατάφρακτοι,με τις γυαλιστερές τους πανοπλίες και τα πανακριβα σπαθιά τους έτρεμαν σαν τα φύλλα που κουνά ο φθινοπωρινός αέρας.Η ίδια με λεπτές κινήσεις έβγαλε απο το θηκάρι  που είχε στην μέση της την Σκοτεινή ηλιαχτίδα,το σπαθί που για τριακόσια χρόνια ήταν ο σύντροφος της σε κάθε μάχη.

Οι καβαλάρηδες είχαν φτάσει αρκετά κοντά και οι βασιλικοί φρουροι είχαν μαζέψει όσο κουράγιο τους είχε απομείνει για να σχηματίσουν ενα αμυντικό κλοιό.Η Μάγισσα ένιωθε τον τρόμο να έχει ήδη σκοτώσει κάθε έναν απο τους άνδρες εκει μέσα χίλιες φορές.Όλος ο κόσμος για τον καθε ένα είχε μικρύνει χιλιάδες φορές και έφτανε μια απλή σταγόνα για να πέσουν κάτω και να κλαίνε σαν παιδιά.Η Γκούνβαρ δεν ένιωθε τρόμο αλλά περιέργεια.Ήθελε να δει απο κοντά τον περίφημο Σβεϊν που είχε γονατίσει ενα τόσο υπερφίαλο αυτοκράτορα μέσα σε τρείς μήνες.Δεν φαινόταν όμως μέσα στους καβαλάρηδες.

Η σύγκρουση κράτησε ενα κλάσμα του δευτερολέπτου.Σώματα βασιλικών φρουρών πετάχτηκαν ψηλά και χτύπησαν το έδαφος με τρομερή δύναμη.Η πειθαρχία είχε διαλυθεί και κάθε ένας απο τους βασιλικούς φρουρούς πάλευε για την ζωή του.Η Γκούνβαρ  με αργές κινήσεις έφερε το σπαθί στο ύψος των ματιών της και όρμησε στην μάχη.

Μπροστά της ήταν ένας πολεμιστής του Σβεϊν που  χτυπούσε με  μανία την ασπίδα ενός βασιλικου φρουρού,κόβοντας με κάθε χτύπημα απο ένα κομμάτι της.Μόλις είδε την Γκούνβαρ γύρισε και άρχισε να τρέχει καταπάνω της.Με ευκολία η Γκουνβαρ απέφυγε το αιματοβαμμένο τσεκούρι που σημάδευε το κεφάλι της και σε ελάχιστο χρόνο έμπηξε το σπαθί της μέσα απο την θωράκιση του πολεμιστή.Αντί για αίμα σκοτάδι ξεπρόβαλε απο την πληγή του πολεμιστή και αυτός έπεσε νεκρός με τον τρόμο σχηματισμένο στο προσωπο του.

Χωρίς να τον κοιτάξει ξανά η Γκούνβαρ γύρισε το κεφάλι της και είδε μια ομάδα πολεμιστών να έρχονται αλαλάζοντας προς το μέρος της .Σήκωσε το αριστερό της χέρι και με μια μικρή σκέψη ,απελευθέρωσε ενα ξόρκι προς το μέρος τους.Μια αστραπή ξεπήδησε απο τα λεπτά της δάκτυλα και χτύπησε ακαριαία τους πολεμιστές ρίχνοντας τους κάτω.Με απάθεια,αποτελείωσε ένα ακομα πολεμιστή και συνέχισε την πορεία της προς τον κύριο σχηματισμό.

Η πλάστιγγα της μάχης έγερνε προς την πλευρα του αυτοκράτορα.Οι πολεμιστες,αποδεκατισμένοι απο τα μαγικά της Γκουνβαρ είχαν δημιουργήσει ενα κύκλο και αμυνόντουσαν ενάντια στους βασιλικους φρουρούς ,που ειχαν ξαναβρεί το κουράγιο τους με την είσοδο της μάγισσας στην μάχη.Μέχρι και ο χοντρός σύμβουλος του Αυτοκράτορα έπαιρνε μέρος,εξαπολύοντας ξόρκια σε μεμονωμένους πολεμιστές.

Για λιγο η Γκούνβαρ πίστεψε οτι όλα ειχαν τελειώσει και χαμήλωσε το σπαθί της.Πριν προλάβει να σηκώσει το βλέμμα της,το σώμα ενός βασιλικου φρουρού έπεσε με δύναμη απάνω της καθηλώνοντας την.Εκπληκτη είδε έναν άντρα με κόκκινη και λευκή πανοπλία  να εξέρχεται μεσα απο τον αμυντικό τείχος των πολεμιστών και να επιτιθεται με θεεϊκή μανία ενάντια στους τρομαγμένους βασιλικούς φρουρούς.Οι κινήσεις του ήταν βίαιες και με κάθε κατέβασμα του σπαθιού του ένας ακόμα φρουρός έχανε κάποιο μέλος του σώματος του.Ο άντρας αυτός πρέπει να ήταν ο Σβεϊν σκέφτηκε η Γκούνβαρ και εσπρωξε με δύναμη το νεκρό σώμα του βασιλικου φρουρου που την πλάκωνε.Παραμερίζοντας το πτώμα και καθάρισε το πρόσωπο της απο το αίμα του φρουρου.

Σηκώνοντας τα μάτια της είδε τον χοντρό σύμβουλο του Βασιλιά να εξαπολύει ενα μαγικό προς τον ιππότη με την κοκκινόλευκη πανοπλία.Το ξόρκι έπεσε πάνω στην πανοπλία αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.Ο άντρας γύρισε και άρχισε με γοργό περπάτημα να κινείται προς τον χοντρό μάγο.Παρόλο τον τρόμο του ο μάγος εξαπέλυσε και δευτερο ξόρκι ,πάλι χωρις κανένα αποτέλεσμα.Βλέποντας το αυτό ο μάγος,γύρισε και άρχισε να τρέχει προς τον λόφο που βρισκόταν ο αυτοκράτορας.Ο Ιππότης χωρίς να σταματήσει,πεταξε το βαρύ σπαθί του και αυτό καρφώθηκε με ευκολία στην τροφαντή πλάτη του μάγου,ρίχνοντας τον στο έδαφος.Πλησιάζοντας ο ιππότης,κοίταξε τον μάγο που  ξεψυχούσε.Με μια γρήγορη κίνηση κάρφωσε βαθια το σπαθί,αποτελειωνοντας τον μαγο και συνέχισε προς τον αυτοκράτορα.

Η Γκούνβαρ ένιωσε ενα μικρό τσίμπημα στην καρδιά της.Ένιωσε οίκτο για τον βλάκα τον μάγο,έστω και εαν πριν λιγα λεπτά την είχε προσβάλλει.Αυτό που την αναστάτωσε ήταν η ανοσία του ιππότη ενάντια στην μαγεία.Πως μπορούσε κάποιος να αντισταθεί στην δύναμη της;

Έτρεξε γρήγορα προς την τελευταία θέση του αυτοκράτορα.Φτάνοντας,είδε τον αυτοκράτορα καταπλακωμένο απο το άλογο του και τον ιππότη να τον πλησιάζει για να του καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα.Με μία γρήγορη εκτίναξη του καρπού της,μια φωτεινή μπάλα μαγείας χτύπησε στην πλάτη τον ιππότη και αυτός έπεσε στα γόνατα.

Η μάγισσα έτρεξε σηκώνοντας με την Σκοτεινή ηλιαχτίδα  προς τον ιππότη.Κατέβασε την λεπίδα με όση δύναμη μπορούσε.Ο ιππότης με ταχύτητα μπλόκαρε το σπαθί της με το δικό του και με μια ανάποδη γροθιά την έριξε κάτω.Το σπαθί της Γκούνβαρ έπεσε μερικά μέτρα μακριά της και ο ιππότης την πλησίασε σηκώνοντας το σπαθι του.Η Γκουνβαρ έκλεισε τα μάτια  περιμένοντας το  τέλος,που ποτέ δεν ήρθε.

Ανοιγοντας τα μάτια της είδε τον ιππότη να της προσφέρει το χέρι του.Μηχανικά η Γκούνβαρ,το πήρε και ο ιππότης την βοήθησε να σηκωθεί.

"Μια μάγισσα.Δεν περίμενα οτι θα έβρισκα μια μάγισσα μεσα στις  δυνάμεις του αυτοκράτορα." είπε ο ιππότης.

"Ναι,ούτε εγω θα περίμενα ο Σβεϊν ο πολέμαρχος να μου προσέφερε το χέρι του μετά τις εκατόμβες νεκρών που έσπειρε στο πεδίο της μάχης" απάντησε ειρωνικά η Γκουνβαρ.

Ο ιππότης έβγαλε το κράνος του και  το κράτησε στο χέρι του.Η Γκουνβαρ επεξεργάστηκε το πρόσωπο του Σβεϊν.Δεν έμοιαζε με τον κλασσικο βάρβαρο πολέμαρχο που ειχε δει άπειρες φορές όλα αυτά τα χρόνια.Ήταν  πολυ μικρότερος απο τον Αυτοκράτορα,κοντα στα τριάντα με μαυρα μαλλια και περιποιημένο μουσι.Έμοιαζε με ενα κανονικό άνθρωπο με εξαίρεση τα μάτια του.Η Γκούνβαρ κοίταξε μέσα στα μάτια του Σβεϊν και είδε την εκδίκηση.Είδε εναν άνθρωπο αποφασισμένο,έναν άνθρωπο οπλισμένο με τέτοια θέληση, που θα μπορούσε να κουνήσει ενα ολόκληρο βουνό εαν αυτό στεκόταν μπροστά του.Ασυναίσθητα η Γκουνβαρ έκανε ένα βήμα πίσω.

"Τι θέλεις απο μένα Σβεϊν;" ρώτησε επιτακτικά η Γκουνβαρ,σιγοπαίζοντας με την σκέψη ενος ξορκιου στο μυαλό της.

Ο Σβεϊν γέλασε.
"Η ερώτηση  Μάγισσα είναι τι θέλεις εσύ.Θέλεις να ζήσει ο αυτοκράτορας;Πιο σωστά,θέλεις να συνεχίσεις να είσαι ενα απλό όργανο στα χέρια του;Θέλεις να συνεχίσει να καταπιέζει τους φτωχούς αυτού του βασιλείου;Γιατί φυσικά ξέρεις οτι ο Υψηλότατος  κάνει οτι είναι δυνατόν για μην χάσει την συνεχή εισροή χρυσού στο θησαυροφυλάκιο του ακόμα και εαν αυτό σημαίνει οτι ο μισός πληθυσμός του βασιλείου θα πεθάνει απο την πείνα τον επόμενο χειμώνα"

Η Γκουνβαρ δαγκώθηκε.Ο Σβεϊν είχε δίκιο σε όλα αυτά.Ο Αυτοκράτορας Ραντολφ δεν νοιαζόταν για τους υπηκόους του.Δεν τον ενδίεφερε εαν ενα στα δυο παιδια στο βασίλειο πέθαιναν απο την πείνα.Δεν τον ενδιέφεραν τα Ορκ που λεηλατούσαν τα χωριά.Δεν τον ενδιέφερε που οι βασιλικοι φρουροί λεηλατούσαν όσα χωριά δεν λεηλατουσαν τα ορκ,απλά για να συμπληρώνουν το ήδη παχυλό τους εισόδημα.Ο Αυτοκράτορας ΡΑντολφ ήταν ένας ανίκανος και άχρηστος άνθρωπος όπως όλοι αυτοί που  ήταν πρίν απο αυτόν.Συν τοις άλλοις δεν  συμπαθούσε καθόλου την Γκουνβαρ.Ειχε κινηθεί ερωτικά εναντίον της αλλά ο φόβος οτι μπορούσε να τον κατακεραυνώσει με ενα μικρό της νευμα τον έκανε να κανει πίσω.Αλλά γιατί να αλλάξουν ενα ήδη άθλιο βασιλιά με ενα ακόμα το ίδιο άθλιο;

"Μιλας εσύ που  μόλις τώρα σκότωσες  χιλιάδες πολεμιστές που σου εναντιώθηκαν.Για μένα είστε και οι δυο το ίδιο πολεμοχαρείς και αδιάφοροι για τον κόσμο" απάντησε η Γκουνβαρ.

"Έλα να βασιλέψεις μαζί μου.Το παραδέχομαι οτι έχω σκορπισει τον θάνατο σε όλα τα πεδία μάχης αλλά ρώτησε τους ανθρώπους που απελευθέρωσα απο τα δεσμά του βασιλιά.Δεν πληρώνουν φόρους,δεν παίρνω τα παιδιά τους για τις δικές μου εκστρατείες,δεν αρπάζω τις γυναίκες τους για να τις έχω παλλακίδες.Η σοφία σου είναι απαραίτητη για μένα να κυβερνήσω.Αυτό σου ζητάω." απάντησε ο Σβεϊν κοιτώντας στα μάτια την Γκούνβαρ.

Στα μάτια του η Μάγισσα είδε αυτό που φοβόταν περισσότερο.Την ειλικρίνεια.Είδε εναν άνθρωπο που ήθελε να κάνει τον κόσμο καλυτερο.Είδε έναν άνθρωπο που πολέμησε για αυτό που πίστευε.Η Γκουνβαρ δεν απάντησε.

Ο Σβεϊν έκανε δυο βήματα πίσω και γύρισε πλησιάζοντας προς τον αυτοκράτορα.Ο Αυτοκράτορας φώναζε τρομαγμένος τους φρουρούς του αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση.Ο Σβεϊν στάθηκε πάνω απο τον βασιλιά και τον κοίταξε περιφρονητικά.

"Να ο Αυτοκράτορας Ραντολφ.Ο προστάτης του Βασιλείου.Ο αυτοκράτορας που δεν μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του.Κάνε μου την χάρη να μην φωνάζεις και να πεθάνεις γρήγορα" είπε σαρκαστικα ο Σβεϊν και σήκωσε το σπαθί του.

Αλλά το σπαθί του Σβεϊν σταμάτησε.Ο Σβεϊν ένιωσε ενα κρύο ρεύμα να τον διαπερνά και να παραλύει το σώμα του.Κοίταξε και είδε την Σκοτεινη ηλιαχτίδα να τον έχει διαπεράσει στο ύψος της καρδιας και σκοτάδι να βγαίνει απο την πληγή.Γυρνώντας είδε την Γκουνβαρ να τον κοιτά με ενα δάκρυ να τρέχει απο τα μωβ ματια της.Ο Σβεϊν χαμογέλασε και έπιασε το χέρι της Γκουνβαρ.

"Μάλλον δεν θα εχω τώρα την ευκαιρία να μάθω το όνομα σου μάγισσα" είπε ο Σβεϊν πέφτοντας στα γόνατα.

Η Γκουνβαρ κάθισε αμίλητη πίσω του και κράτησε δυνατά την Σκοτεινη ηλιαχτίδα.Έσπρωξε το ξίφος με δύναμη και είπε στο αυτί του Σβεϊν "Γκουνβαρ".

Ο Σβεϊν γέλασε και είπε :"Μην ανησυχείς Γκουνβαρ.Θα βρεθούμε ξανά." Ύστερα έπεσε και ξεψύχησε ενώ σκοτάδι έρεε  απο την πληγή του.Το σώμα του άρχισε να γίνεται λευκό σαν το χιόνι και ο απαλός αέρα το  σκόρπισε σαν σκόνη.

Μπροστά απο την άδεια πανοπλία η Γκούνβαρ σκούπισε το δάκρυ απο το μάγουλο της.Κοίταξε το πεδίο της μάχης.Δεν υπήρχε νικητής σε αυτό το πεδίο πέρα απο τον θάνατο.Σμήνη απο όρνια έκαναν δειλα δειλά την εμφάνιση τους για ένα πλουσιοπάροχο γεύμα.Το χρώμα του ουρανού ήταν κόκκινο και το ηλιοβασίλεμα αντικατοπτριζόταν πάνω στα σπασμένα όπλα και ραγισμένες θωρακίσεις που ηταν σπαρμένες στην κοιλάδα.

"Σε ευχαριστώ Μάγισσα Γκουνβαρ που έσωσες εμένα και το βασίλειο.Πάντα πίστευα οτι ήσουν ικανή για μεγαλοπρεπή επιτεύγματα και θα έχεις απο εδω και πέρα μια περίοπτη θέση στο συμβούλιο μου."  φώναζε ο Αυτοκράτορας Ραντολφ ενώ προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί απο το νεκρό άλογο.

Η Γκούνβαρ γύρισε και τον κοίταξε.Δεν απάντησε,μόνο κάλεσε το άλογο της και κάλπασε μακριά.Μακριά απο τους σκοτωμούς,μακριά απο την τρέλλα και μακριά απο την μεγαλομανία των ανθρώπων.

Ο Αυτοκράτορας δεν κράτησε την υπόσχεση του.Η πραγματική ιστορία της μάχης παραλλάχθηκε.Ο Σβεϊν σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον αυτοκράτορα  και η Μάγισσα Γκουνβαρ είχε αποχωρήσει σαν δειλή πριν την μάχη.Ο αυτοκράτορας αποκάλεσε δημοσίως την Μάγισσα "Μια θρασύδειλη γυναίκα,που φοβηθηκε να  προστατέψει το Βασίλειο."  Όσοι συνεργάστηκαν με τον Σβεϊν καρατομήθηκαν και τα χωριά που ο Σβεϊν απελευθέρωσε καηκαν.Κανένας δεν έμεινε να διηγηθεί την ιστορία της μάχης.

Η Γκουνβαρ άνοιξε τα μάτια της.Δεν μπορούσε να υπολογίσει ποση ώρα ειχε περάσει.Το τζάκι είχε σχεδόν σβήσει και ο πράσινος καπνός της πίπας είχε πέσει σαν πέπλο πάνω στα λιγοστά έπιπλα του δωματίου.Σηκώθηκε και βάδισε προς το παράθυρο.

Ακούμπησε το κρύο παράθυρο με τα λεπτά της δάκτυλα και  ένιωσε την παγωνιά εκει έξω.Μια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό της.Τι θα γινόταν εαν δεν σκότωνε τον Σβεϊν;Μπορεί ο Σβεϊν να άλλαζε τα βασίλεια και να εξασφάλιζε μια καλυτερη ζωή για τους υπηκόους του;

Πολλά χρόνια έτρεχε μακριά απο τα πεδία μάχης.Ποτέ δεν απάντησε ξανά σε κάλεσμα του Βασιλιά ενάντια σε μια απειλή.Παρέμεινε μακριά απο τις ζωές των ανθρώπων,χαμένη σε σπηλιές και σε αρχαίες ξεχασμένες βιβλιοθήκες.Έτσι ο κόσμος ξέχασε την Γκουνβαρ πιο γρήγορα απο οτι αυτή ξέχασε τον κόσμο.Έτσι πέρασε ενα κομμάτι της αιωνιότητας,χαμένη απο όλους."Καλύτερα έτσι" σκέφτηκε."Όποτε προσπάθησα να βοηθήσω τον κόσμο,άνθρωποι πληγώθηκαν.Το καλό είναι οτι δεν πίστεψα ποτέ οτι είμαι σωτήρας των ανθρώπων".

Χαμογέλασε και κάθισε ξανα στην καρέκλα.Πήγε να ρουφήξει την πίπα της αλλά είχε σβήσει.Σηκώθηκε και πήγε στο τραπέζι όπου είχε την τσάντα της.Την άνοιξε και άρχισε να ψάχνει τον καπνό της.Η μαγική της τσάντα μπορούσε να χωρέσει δυο ολόκληρα δωμάτια απο πράγματα οπότε χρειάστηκε πολυ ψάξιμο για να βρεί κάτι μέσα στο χαμηλο φως του δωματίου.Βγάζοντας διάφορα αναμνηστικά και περίεργα αντικείμενα έπιασε κάτι  στρογγυλο και τραχύ με το χέρι της.Παραξενεμένη έβγαλε το χέρι της απο την τσάντα και  κοίταξε το αντικείμενο που κρατούσε.
Ήταν μια σφαίρα  σε σκούρο κόκκινο γυαλί.Δυο  λύκοι  φτιαγμένοι απο ασήμι αγκάλιαζαν την σφαίρα και η σφαίρα μπορούσε να σταθεί πάνω σε μια ασημένια βάση.Η Γκουνβαρ κοίταξε την βάση καλύτερα και διάβασε μια φράση που ηταν σχεδον εξαφανισμένη απο τον χρόνο.

"Αναζήτα τον Φερνιρ" είπε σιγανά η Γκουνβαρ και αμέσως θυμήθηκε.Αυτή η σφαίρα ήταν φτιαγμένη απο τους μάγους για να βρίσκουν τους λυκανθρώπους ακόμα και εαν αυτοί δεν ήταν μεταμορφωμένοι.Σε κάποιο απο τα πολλά ταξίδια της πρέπει να την είχε μαζέψει χωρίς να θυμάται καν το γιατί.Αλλά η σφαίρα τώρα θα είναι άχρηστη αφού οι λυκάνθρωποι εχουν εξαφανιστεί.Είναι ενα κειμήλιο για  μια εποχή που πέρασε.Ίσως θα το χάριζε σε κανένα δράκο,μια και οι δράκοι ήταν γνωστοί για την μανία τους να συλλέγουν πολυτιμα αντικείμενα.

Ακούμπησε την σφαίρα στο τραπέζι  και συνέχισε να ψάχνει την τσαντα της.Ενα υπόκωφο ουρλιαχτο έφτασε στα αυτιά της.Η Γκουνβαρ σήκωσε το κεφάλι της και κοιταξε δεξια αριστερά.Στο δωμάτιο ακούγονταν μόνο τα λιγοστά κάρβουνα και ο ήχος του αέρα έξω.Ήταν σίγουρη οτι άκουσε ενα ουρλιαχτό λύκου.Εκείνη την στιγμή τα μάτια της έπεσαν πάνω στην σφαίρα.Οι λύκοι που την κοσμούσαν είχαν αλλάξει θέση.Κάθισε και παρακολουθούσε την σφαίρα.Ξαφνικά η σφαίρα άρχισε να  φωτίζεται και οι λυκοι να κινούνται ο ένας γυρω απο τον άλλο σαν να κυνηγιουνται.Ο Χορός και η λάμψη γινόταν  όλο και πιο έντονη μέχρι που η σφαίρα φώτισε όλο το δωμάτιο.

Η Γκουνβαρ εκστασιασμένη προέταξε το χέρι της και με μια σκέψη απενεργοποίησε την σφαίρα.Είναι αλήθεια;Οι λυκάνθρωποι υπάρχουν ακόμα;Η σφαίρα δεν μπορεί να ψεύδεται.Αλλά που μπορεί να είναι;Σίγουρα  υπάρχει ενας.Αλλά ποιός;

Η σκέψη αυτή γέμισε την Γκουνβαρ χαρά.Ο τελευταίος των λυκανθρώπων είναι εδώ κοντά.Πόσο θα ήθελε να μάθει πως ενας απο αυτούς κατάφερε και έζησε τόσα χρόνια κρυμμένος απο τα μάτια των ανθρώπων.

Το κυνήγι της περιπέτειας ήταν αυτό που χρειαζόταν αυτήν την στιγμή.Γέμισε την πίπα της με ον κόκκινο καπνό και έριξε λίγες σταγόνες απο παπαρουνονερο.Η περιπέτεια θα χρειαζόταν όλη της την διαύγεια για αυτό  θα έπρεπε να κοιμηθεί.Άναψε την πίπα της και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά.Σε λίγα λεπτά η Γκουνβαρ κοιμόταν βαθιά πάνω στην καρέκλα της με την σφαίρα στο ένα της χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου