Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Κεφάλαιο 4


Ο Στάς σήκωσε ψηλά την μουσούδα του και μύρισε τον αέρα.'Επιασε γρήγορα την μυρωδιά του σκίουρου και άρχισε να την ακολουθεί.Παρόλο το μέγεθος του ο σκίουρος είχε διανύσει μεγάλη απόσταση και ο Στας απομακρύνθηκε πιο μέσα στο δάσος.

Ξαφνικά έπιασε ακόμα μια μυρωδιά πέρα απο αυτή του σκίουρου.Ήταν η μυρωδιά φρέσκου αίματος.Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω.Το δάσος παρέμενε βουβό και σκοτεινό.Εκτός απο μια μικρή λάμψη που αχνοφαινόταν ίσα μπροστά του.Ο Στας έπεσε στα τέσσερα για να μειώσει τις πιθανότητες να τον δεί κάποιος και πλησίασε.

Πλησίασε αρκετά και κρύφτηκε πίσω απο ενα μεγάλο βράχο με βρύα.Με την οξεία όραση του είδε τέσσερις σιλουέτες να στέκονται πανω απο ακόμα μια και να συζητούν.Πήρε το ρίσκο και πλησίασε λίγο ακόμα για να ακούσει τον διάλογο.

"Σήκω πάνω βρωμόπαιδο.Δεν θα σταματάμε κάθε λιγο και λιγάκι επειδή δεν μπορεις να περπατήσεις" είπε η μία φιγούρα απο αυτές.

"Δεν μπορώ να περπατήσω αλλο κύριε.Τα πόδια μου εχουν σκιστεί απο τα αγκάθια και τις πέτρες" απάντησε με παράπονο μια κοριτσιστικη φωνή
.
"Σήκω απάνω και περπάτα!" αποκρίθηκε μια άλλη φιγούρα και σήκωσε με το ένα χέρι απο το λαιμό το κορίτσι
.
Ο Στάς πλησίασε λίγο ακόμα και ξαφνικά του ήρθε μια ιδιαίτερη οσμή.Η οσμή του χρυσού,καρυκευμάτων,κρασιού και μία ακόμη που δεν μπορούσε να την καθορίσει.Ηταν η μυρωδιά του χρόνου,της σήψης και του θανάτου.Ο Στάς προσπαθούσε να σκεφτεί πότε ηταν η τελευταία φορά που  μύρισε  κάτι τέτοιο αλλά δεν μπορούσε να το φέρει στο νου του.Άξαφνα  θυμήθηκε και η μνήμη αυτή έκανε τα μάτια του να λαμπιρίσουν με οργή.Ήταν ενα βαμπίρ.Αλλά τα βαμπίρ δεν συνήθιζαν να έχουν παιδιά ώς υπηρέτες.Πόσο μάλλον οι έμποροι βαμπίρ.

"Γιατί δεν την σκοτώνουμε εδώ Λοχ;" είπε η μια φιγούρα στην άλλη.

"Όχι ακόμα.Πρέπει να την σκοτώσουμε αρκετα κοντά στο Θορνπιτ.Ο φόβος οτι περίεργα πλάσματα έχουν ξεπεταχτεί απο το δάσος θα αυξήσει τις τιμές και ακόμα λιγότεροι έμποροι θα  πραγματοποιούν δρομολόγια προς την περιοχή του Θόρνπιτ.Θα κάνουμε μπάνιο στον χρυσό.Αλλά πάντα μπορούμε να την σκοτώσουμε εδώ και να πάμε το πτώμα πιο κοντά." απάντησε η άλλη φιγούρα.

Οι τέσσερις φιγούρες γέλασαν δυνατά και η μία που κρατούσε το κορίτσι έβγαλε μια λεπίδα κάτω απο το χιτώνιο.Ο Στάς τα χρειάστηκε.Απο την μία δεν μπορούσε να αφήσει τέσσερα βαμπίρ να σκοτώσουν μια αθώα κοπέλα.Απο την άλλη εαν έσωζε την κοπέλα θα διέλυε τον μυθο οτι οι λυκάνθρωποι έχουν εξαφανιστεί.Ο μόνος τρόπος ήταν να πείσει την κοπέλα να μην μιλήσει για οτι δεί.Γιατί σίγουρα  θα  έβλεπε πολλά.

Ο Στάς γρύλλισε σιγά.Τα βαμπίρ γύρισαν και το ένα που κράταγε την κοπέλα την άφησε να πέσει με θόρυβο κάτω.
"Τι είναι αυτός ο ήχος;Πηγαίνετε να κοιτάξετε όσο θα φυλάω το κορίτσι." είπε στα αλλα τρία.

Τα υπόλοιπα βαμπίρ πλησίασαν βγάζοντας τις λεπίδες τους κάτω απο τους χιτώνες τους.Το ένα απο αυτά πλησίαζε τον Στας χωρίς βέβαια να εχει καταλάβει τον λυκάνθρωπο που κρυβόταν εκεί κοντά.Ο Στάς χαμογέλασε.Το ένστικτο του κυνηγού είχε πλέον πάρει την θέση του μέσα στο μυαλο του.

Μόλις το ένα βαμπίρ πλησίασε αρκετά κοντά στον Στάς,αυτός με μια αστραπιαία κίνηση το έπιασε απο το λαιμό με το χέρι του και το χτύπησε με δύναμη κάτω.Ζαλισμένο απο την έκπληξη το  τελεταίο πράγμα που είδε ήταν οι τέσσερις κυνόδοντες να μπήγονται στο λαιμό του.Ο θόρυβος έκανε τα υπόλοιπα βαμπίρ να γυρίσουν προς την κατεύθυνση του συντρόφου τους.

"Σετ που εισαι;" κάγχασε το ένα απο τα δυο βαμπιρ  και άρχισε να τρέχει.Το βαμπίρ είχε εξαιρετική ταχύτητα αλλά δυστυχώς τα ρεφλέξ του δεν ήταν τόσο καλά ώστε να προλάβει να δεί το χέρι του Στας να ξεπροβάλλει απο ένα δέντρο και να το αποκεφαλίζει.

Το τρίτο απο τα βαμπιρ έβγαλε ενα ακόμα σπαθί και άρχισε να περιστρέφεται αργά προσπαθώντας να δεί κάτι μεσα στο σκοτάδι.Η πυκνή βλάστηση δεν βοηθούσε ιδιαίτερα παρόλο που όπως ο Στας είχε εξαιρετική όραση.Άξαφνα είδε μια μπάλα να πέφτει απο ψηλά στα πόδια του.Πλησιάζοντας είδε με φρίκη οτι ήταν το κεφάλι του συντρόφου του με την φρίκη όμορφα ζωγραφισμένη πάνω στο φώς του κόκκινου φεγγαριού.Αλλά δεν του έμεινε χρόνος  να θρηνήσει για αυτόν.Μέχρι να σηκώσει το βλέμμα του,ο λυκάνθρωπος είχε βυθίσει τα δυο του χέρια μέσα στα πλευρά του.Με ενα γρυλλιτό ο Στάς έκοψε στα δυο το βαμπίρ  και γέμισε την γούνα του σκούρο αίμα.

Το τέταρτο βαμπίρ βλέποντας τους συντρόφους του να εξαφανίζονται μέσα στο δάσος,γύρισε και άρχισε να τρέχει.Η απόσταση απο το Θόρνπιτ ήταν σχετικά κοντά και με την υπεράνθρωπη ταχύτητα του θα μπορούσε να την διανύσει σε πολυ μικρό χρόνο.Ένιωθε όμως οτι κάτι τον κυνηγούσε.Όσοι λένε οτι τα βαμπίρ δεν νιώθουν φόβο θα κάνουν λάθος.Ισως για πρώτη φορά μετά την νεκρανάσταση του το βαμπίρ  ένιωσε την σπονδυλική του στήλη να παγώνει.Ένιωσε όπως  ένας λαγός όταν τον κυνηγάει αλεπού και ένιωθε ένα βλέμμα πίσω του να τον τρυπάει.Γύρισε πίσω και είδε μια γκρί σκιά με μάτια που έσπαγαν το σκοτάδι να τον κυνηγάει.Έτσι όμως δεν είδε την ύπουλη ρίζα στην οποία σκονταψε και σύρθηκε καμία δεκαριά μέτρα στο έδαφος.

Γυρισε και κοίταξε.Ο Στας είχε φτάσει αρκετά κοντά του.Το βαμπίρ ανεμίζοντας το σπαθί του είπε -"Δεν μπορεί να είσαι ένας απο αυτους.Σας σκοτώσαμε όλους πριν εκατό χρόνια.Είσαι απλα ένας άγριος λύκος." και όρμησε.
Ο Στάς έπιασε το σπαθί με το ένα χέρι.Η λεπίδα δεν ήταν ασημένια για να διαπεράσει το δέρμα του.Ένα απο τα καλά να ξέρεις οτι ο κόσμος δεν πιστεύει οτι υπάρχουν  λυκάνθρωποι είναι οτι κανένας πλέον δεν κουβαλάει ασημένια όπλα.Με το άλλο του χέρι ο Στάς έπιασε το βαμπίρ απο το λαιμό και απάντησε "Δες πως ειναι λοιπόν να σε σκοτώνει ενας νεκρός.".Ο Στάς έβγαλε το σπαθί απο το χέρι του βαμπίρ και το κάρφωσε με δύναμη στην καρδια του.Σκούρο αίμα άρχισε να τρέχει και ο Στάς πέταξε το βαμπίρ  μακριά.

Τώρα έπρεπε να ασχοληθεί με την κοπέλα.Γύρισε εκεί που την ειχαν αφήσει τα βαμπίρ και την βρήκε μαζεμένη στην ίδια θέση..Ο Στας την πλησιάσε και την περιεργάστηκε.Ήταν γύρω στα δεκατέσσερα με  πρασινοσκουρα μάτια και μαύρα μακρια μαλλιά.Φορούσε φτηνά ρούχα και τα πόδια της ήταν τραυματισμένα απο την πολύωρη πεζοπορία.Βλέποντας τον Στάς ,ένα δάκρυ έτρεξε απο το ένα της μάτι.

Ο Στάς την πλησιάσε και την μύρισε.Το άρωμα του φόβου ήταν δυνατό απάνω της αλλά ήταν και η μυρωδιά του νέου κοριτσιού.Τον φοβόταν αλλά δεν έτρεξε να φύγει.Ο Στάς το εκτίμησε αυτό.

-"Πως είναι το όνομα σου;" ρώτησε με οσο πιο απαλή φωνή μπορεί να έχει.

Η κοπέλα με έκπληξη στο βλέμμα της του απάντησε χαμηλόφωνα "Αλάρια.Αλάρια με λένε.Τι είσαι;"
Ενα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο  του Στας.Έκανε δυο βήματα πισω και πήρε ενα κομμάτι ύφασμα που υπήρχε σε ενα σακκίδιο των βαμπίρ.Το τύλιξε γύρω απο την μέση του και άνοιξε τα χέρια του.Σαν άμμο που την παίρνει ο αέρας,η εμφάνιση του Στάς άρχισε να αλλάζει  και να γίνεται ανθρώπινη.Οι  χοντρές γκρι τρίχες έπεσαν,το προσωπο έγινε ανθρώπινο και τα γόνατα του ήρθαν στην κανονική τους θέση.Σε λίγο το μόνο που είχε απομείνει πάνω στον Στας απο τον λυκάνθρωπο ήταν οι κυνόδοντες .Ψάχνοντας στα πράγματα των βαμπιρ βρηκε ενα ζευγάρι παπουτσια και ενα παντελόνι.Τα φόρεσε και έσφιξε στον λαιμο του το ύφασμα.

Κατα την διάρκεια της μεταμόρφωσης η Αλάρια καθόταν παγωμένη με έκπληξη.Ο Στας την πλησίασε και της είπε με ανθρώπινη τώρα φωνή:

-"Αλάρια με λένε Στάς και εχω ενα πανδοχείο στο Θορνπιτ.Ειναι εδω κοντά αλλά θέλω να ξέρω εαν μπορώ  να σε εμπιστευτώ.Είμαι ενας λυκάνθρωπος και τους λυκάνθρωπους τους κυνηγάνε.Πόσο μάλλον οταν έχουν σκοτώσει 4 εμπόρους.Θελω να μου υποσχεθείς οτι δεν θα πεις πουθενά οτι είδες σήμερα."

Η Αλάρια τον κοίταξε και του είπε "Μην ανησυχείς δεν θα πω τίποτα απο οτι είδα.ΣΕ ευχαριστώ που με έσωσες."

-"ωραία χαίρομαι πολυ για αυτό.Μπορείς να περπατήσεις;" ρώτησε ευγενικα ο Στας.
"Δύσκολα γιατί τα πόδια μου πονάνε πολυ." έκανε η Αλάρια και κοίταξε τα πόδια της.

-"Δεν πειράζει θα σε κουβαλήσω.Το Θορνπιτ δεν ειναι μακριά." αποκρίθηκε ο Στάς και έσκυψε ωστε να ανέβει στην πλάτη του η Αλάρια.

Δειλά αρχικά ανέβηκε και ο Στας σηκώθηκε όρθιος.Άρχισε να περπατάει γοργά προς το Θορνπιτ,κοιτώντας τριγύρω μην τυχόν κάποιος τους δεί.Πάντα κάποιος αργοπορημένος ταξιδιώτης μπορεί να τους έβλεπε.

Μετά απο λίγο φάνηκε το Θόρνπιτ.Ήταν ξημερώματα και το σκοτάδι του χειμώνα έπεφτε βαρύ πάνω στην μικρή κωμόπολη.Ο Στάς μείωσε τον βηματισμό του πάνω στο παχύ χιόνι για να επεξεργαστεί καλύτερα τον χώρο κοντά στην ταβέρνα του.Δεν θα έμπαινε φυσικά απο την κυρίως είσοδο.Συχνά πυκνά μεθυσμένοι φιλοξενούμενοι έκαναν την εμφάνιση τους στην κουζίνα ελπίζοντας να βρούνε κάτι να φάνε το βράδυ ,χωρίς αποτέλεσμα απο την ημέρα που ο Στας  όρισε την Ματίλντα την γάτα του σαν φύλακα.Με λίγους γρήγορους δρασκελισμούς έφτασε πίσω απο την ταβέρνα και κάθισε στα γόνατα.
"Περίμενε λίγο" είπε στην Αλάρια.

Ο Στάς έσκυψε και έβαλε το χέρι του μέσα στο χιόνι.Με λίγο ψάξιμο,βρήκε το κρίκο και τον τράβηξε δυνατά.Αυτόματα μια καταπακτή άνοιξε στο πλαϊ της ταβέρνας,βγάζοντας ζεστό αέρα και μυρωδιά φρέσκου ψωμιού.

"Μπορείς να προχωρήσεις,φτάσαμε." είπε ο Στας .Η Αλάρια προχώρησε με αργά βήματα στο λιγοστό χιόνι και κατέβηκε τα σκαλοπάτια της καταπακτής.Ενω ο Στας την ακολουθούσε,νόμισε οτι την άκουσε να ξεφυσά ανακουφισμένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου