Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Κεφάλαιο 5



Ήταν ενα απο τα βράδια που  ο ύπνος δεν έπαιρνε την Γκουνβαρ.Γύριζε στο κρεββάτι της για ώρες μέχρι που οι δαίμονες των αναμνήσεων της  νίκησαν και κάθισε στην καρέκλα απέναντι απο το παράθυρό της.Ο γλυκός καπνός της πίπας ανακατεμένος με την σκόνη των κίτρινων μανιταριών,έκανε βαριά μεσα την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.Η ίδια υπνωτισμένη,φύσαγε τον απαλά πράσινο καπνό και  ταξίδευε μέσα στον νου της όπως έκανε όποτε ηρεμούσε.

Σαν μάγισσα η Γκουνβαρ ήταν  πολυ πετυχημένη.Ξεκίνησε απο πολύ χαμηλά,σαν  γκαρσόνα σε μια ταβέρνα ενός άγνωστου χωριού,χωρίς φίλους,χωρίς συγγενείς,ορφανή.Σίγουρα θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της όπως όλα τα υπολοιπα κορίτσια του χωριού της εαν δεν εμφανιζόταν η Κέννα η δασκάλα της για να την απομακρύνει και να της μάθει τα μυστικά της μαγείας.Ένα τέτοιο κρύο βράδυ η Γκουνβαρ ,με ενα μικρό σακίδιο, ακολούθησε την Κέννα στον έξω άγνωστο κόσμο.Θυμάται μέχρι τώρα,χίλια χρόνια μετά, το βλέμμα που έριξε ενώ περνούσε τα σύνορα του χωριού της.Ήξερε οτι άφηνε πίσω μια ολόκληρη ζωή σαν γκαρσόνα,σύζυγος κάποιου σιδερά και μητέρα.Εαν ήταν τυχερή θα γινόταν και γιαγιά για να ζήσει το τέλος των χρόνων της,καθισμένη όπως τώρα κοιτώντας τις νιφάδες του χιονιου να πέφτουν αργά έξω στην  κρυα νύχτα.

Βέβαια και η ζωή σαν Μάγισσα δεν ήταν και η πιο εύκολη.Χρειάστηκε πολλά χρόνια για να ξεπεράσει τις άθλιες προκαταλήψεις των χωρικών που έβλεπαν τις γυναίκες μάγους σαν όργανα των σκοτεινών Θεών.Για την ακρίβεια η Γκουνβαρ σταμάτησε να δίνει σημασία στις βρισιές,στα περίεργα βλέμματα και στα παλιοπαιδα που της πετούσαν ακαθαρσίες στον δρόμο.Σαν Μάγισσα τα λάθη όπως να μεταμορφώσεις καταλάθος ένα άνθρωπο σε σκατζόχοιρο μπορούσαν να αποβούν μοιραία.Αντίθετα στους άντρες μάγους τέτοια λάθη  έφερναν γέλια και νομίσματα.Όσο δυνατή και εαν ήταν τώρα η Γκουνβαρ δεν μπορούσε να ξεριζώσει απο τα φτωχά μυαλά τέτοιες προκαταλήψεις.

"Γριά,άσχημη,με σκούπα,που πίνει αίμα απο παιδιά και μαζεύεται μαζί με τις άλλες μάγισσες  για να φτιάξουν περίεργα φίλτρα."  θυμήθηκε η Γκούνβαρ.Γέλασε και ένα ακόμα συννεφάκι καπνου βγήκε απο το στόμα της .Είχε νικήσει την φθορά του χρόνου πολυ καιρό τώρα.Το δέρμα της ήταν το ιδιο απαλό απο οταν έφυγε απο το χωριό,το σώμα της το ιδιο σφριγγυλο και τα μαλλια της ,καστανά,έλαμπαν στον  χειμωνιάτικο ήλιο.Το μόνο που είχε αλλάξει πάνω της ήταν τα μάτια της.Τα πάλαι πότε καστανά της μάτια είχαν αντικατασταθεί απο μια ζωντανή απόχρωση του μώβ,σημάδι της μεγάλης χρήσης μαγείας.Τα ρούχα της ήταν πάντα λιτά αλλά κομψά.Το σκούρο πράσινο φόρεμα που φορούσε,με ύφασμα φτιαγμένο απο τις νύμφες των δασών  ήταν το αγαπημένο της.Πάντα το συνόδευε με ενα γκρι μανδύα και με ελάχιστα κοσμήματα,όπως το δακτυλιδι απο αρκάνουμ που φορούσε τώρα.Πως μπορούσαν οι απαράδεκτοι χωρικοί να την βλέπουν σαν ένα κτήνος;Λες και οι άντρες μάγοι ήταν καλύτεροι.

Η Γκούνβαρ δεν ειχε άδικο.Οι άντρες μάγοι θεωρούντουσαν καλυτεροι,πιο συμπαθείς,πιο ικανοί και  ποιήματα είχαν γραφτεί για τα κατορθώματα τους.Οι περισσότεροι απο αυτούς βρισκόντουσαν σε αυλές βασιλέων να τους συμβουλεύουν για διάφορα ζητήματα του κράτους.Στο Λαμπρό πανεπιστήμιο οι μάγοι είχαν περίοπτη θέση και ήταν σύνηθες απλά κάποιος να κρατάει ενα μπαστούνι,να ειναι γέρος και να εχει γενειάδα για να θεωρηθεί σοφός.Αντίθετα οι μάγισσες έβγαζαν όλη την βρωμοδουλειά στα πεδία των μαχών,στις φυσικές καταστροφές και εννίοτε στο ξύπνημα κάποιου αρχαίου κακού.

Με ενα αναστεναγμό και ρουφώντας πιο βαθιά τον καπνο η Γκουνβαρ βυθίστηκε ακομα πιο βαθιά στις σκέψεις της.Γύρισε πίσω διακόσια χρόνια στην κοιλάδα  του Χελμ Στοφ όπου οι άνθρωποι έδωσαν την πιο μεγάλη μάχη ενάντια στις στρατιές του Σβεϊν.Ο Σβεϊν,που ξεκίνησε σαν απλός σιδεράς,κατάφερε με τον λόγο του και την πειθαρχία του να δημιουργήσει  μια στρατιά με σκοπό να εξαφανίσει το Μεγάλο Βασίλειο.Χάρις στις ικανότητες του και στην ανικανότητα των μάγων είχε νικήσει κάθε μάχη ενάντια στον συνασπισμένο στρατό των ανθρώπων και των Έλφ.Όταν ο Σβεϊν έφτασε μερικά μίλια έξω απο την πρωτεύουσα Σταϊνγκαρτ ο αυτοκράτορας και οι μάγοι έριξαν τον εγωϊσμό τους και ζήτησαν την βοήθεια της Γκούνβαρ και των ακολούθων της.

Η μυρωδιά του αίματος και της καμμένης σάρκας ήρθε παλι στην μύτη της και οι ήχοι της μάχης αντηχούσαν ισχυρά στα αυτιά της.Ένιωσε την αδρεναλίνη να γεμίζει το σώμα της και τα μάτια της να κοιτάζουν στο πεδίο της μάχης.Πάνω στο άλογο της,δίπλα στον αυτοκράτορα και τους συμβούλους του να βλέπει την  ματαιοδοξία των ανθρώπων σε όλο της το μεγαλείο.

"Η μάχη βαίνει καλά αυτοκράτορα Ραντολφ" είπε ενας απο τους μάγους-συμβούλους."Σύντομα θα μπορέσουμε να αιχμαλωτίσουμε τον Σβεϊν και το κεφάλι του θα διακοσμήσει την μεγάλη αίθουσα του θρόνου".

"Ναι είναι μια μεγάλη μέρα για το βασίλειο.Οι στρατιώτες προελαύνουν χωρίς τίποτα να τους σταματά.Ο δειλός ο Σβεϊν θα ψάχνει μέρος να κρυφτεί."αποκρίθηκε ο αυτοκράτορας με στόμφο.

"Ίσως τελικα η μάγισσα Γκούνβαρ δεν θα μας είναι χρήσιμη.Βιαστήκατε να της ζητήσετε την βοήθεια Υψηλότατε" συμπλήρωσε  ο μάγος σύμβουλος.

Η Γκούνβαρ γύρισε και κοίταξε τον μάγο σύμβουλο.Ήταν γύρω στα σαράντα και η καλοζωϊα του παλατιου φαινόταν πάνω του.Ντυμένος με πορφυρά ρούχα και κρατώντας ενα χρυσό ραβδι,στεκόταν γεμάτος καμάρι δίπλα στον αυτοκράτορα,κάνοντας το άλογο του να δυσανασχετεί απο το βάρος.Ο Μάγος σύμβουλος είδε την Γκουνβαρ που τον κοιτούσε και  γέλασε λέγοντας "Ούτως ή άλλως οι μάχες δεν είναι το πεδίο ενασχόλησης των γυναικών".

Τα μάτια της Γκούνβαρ λαμπίρισαν απο οργή αλλά πριν προλάβει να μιλήσει ενας δυνατός κρότος ακούστηκε που έκανε τα άλογα να χλιμιντρισουν τρομαγμένα.Η Γκούνβαρ γύρισε το βλέμμα της και είδε ενα σύννεφο κόκκινης σκόνης να εμφανίζεται στον ορίζοντα.Αρχικά έμοιαζε με μια απλή αμμοθύελλα μόνο που κινιόταν πολυ πιο γρήγορα και προς την κατεύθυνση του μετώπου.Μόλις το σύννεφο διαλύθηκε εμφανίστηκε ενας τεράστιος στρατός απο καβαλάρηδες που κινιόντουσαν εναντια στις δυνάμεις του αυτοκράτορα.Κινούμενοι με υπεράνθρωπη ταχύτητα οι καβαλάρηδες συγκρούστηκαν με ορμή πάνω στα ζαλισμένα απο έκπληξη στρατεύματα.Σαν ενα κάστρο φτιαγμένο απο άμμο που το χτυπά το κύμα της θάλασσας, τα στρατεύματα του αυτοκράτορα διαλύθηκαν  και οι καβαλάρηδες άλλαξαν πορεία προς τον λόφο που βρισκόταν η Γκουνβαρ και ο αυτοκράτορας.

"Τι είδους μαγεία είναι αυτή;"ρώτησε εμβρόντητος ο αυτοκράτορας,περιμένοντας κάποια απάντηση απο τον σύμβουλο του.Ο σύμβουλος του δεν απάντησε,αποστομωμένος απο την στρατιά που ερχόταν προς το μέρος τους.

Χωρίς να χάσει καιρό η Γκούνβαρ κατέβηκε απο το άλογο της.Έβγαλε τα γάντια της και προχώρησε προς την βασιλική φρουρά που ήταν παρεταγμένη  πιο μπροστά.Όλοι οι κατάφρακτοι,με τις γυαλιστερές τους πανοπλίες και τα πανακριβα σπαθιά τους έτρεμαν σαν τα φύλλα που κουνά ο φθινοπωρινός αέρας.Η ίδια με λεπτές κινήσεις έβγαλε απο το θηκάρι  που είχε στην μέση της την Σκοτεινή ηλιαχτίδα,το σπαθί που για τριακόσια χρόνια ήταν ο σύντροφος της σε κάθε μάχη.

Οι καβαλάρηδες είχαν φτάσει αρκετά κοντά και οι βασιλικοί φρουροι είχαν μαζέψει όσο κουράγιο τους είχε απομείνει για να σχηματίσουν ενα αμυντικό κλοιό.Η Μάγισσα ένιωθε τον τρόμο να έχει ήδη σκοτώσει κάθε έναν απο τους άνδρες εκει μέσα χίλιες φορές.Όλος ο κόσμος για τον καθε ένα είχε μικρύνει χιλιάδες φορές και έφτανε μια απλή σταγόνα για να πέσουν κάτω και να κλαίνε σαν παιδιά.Η Γκούνβαρ δεν ένιωθε τρόμο αλλά περιέργεια.Ήθελε να δει απο κοντά τον περίφημο Σβεϊν που είχε γονατίσει ενα τόσο υπερφίαλο αυτοκράτορα μέσα σε τρείς μήνες.Δεν φαινόταν όμως μέσα στους καβαλάρηδες.

Η σύγκρουση κράτησε ενα κλάσμα του δευτερολέπτου.Σώματα βασιλικών φρουρών πετάχτηκαν ψηλά και χτύπησαν το έδαφος με τρομερή δύναμη.Η πειθαρχία είχε διαλυθεί και κάθε ένας απο τους βασιλικούς φρουρούς πάλευε για την ζωή του.Η Γκούνβαρ  με αργές κινήσεις έφερε το σπαθί στο ύψος των ματιών της και όρμησε στην μάχη.

Μπροστά της ήταν ένας πολεμιστής του Σβεϊν που  χτυπούσε με  μανία την ασπίδα ενός βασιλικου φρουρού,κόβοντας με κάθε χτύπημα απο ένα κομμάτι της.Μόλις είδε την Γκούνβαρ γύρισε και άρχισε να τρέχει καταπάνω της.Με ευκολία η Γκουνβαρ απέφυγε το αιματοβαμμένο τσεκούρι που σημάδευε το κεφάλι της και σε ελάχιστο χρόνο έμπηξε το σπαθί της μέσα απο την θωράκιση του πολεμιστή.Αντί για αίμα σκοτάδι ξεπρόβαλε απο την πληγή του πολεμιστή και αυτός έπεσε νεκρός με τον τρόμο σχηματισμένο στο προσωπο του.

Χωρίς να τον κοιτάξει ξανά η Γκούνβαρ γύρισε το κεφάλι της και είδε μια ομάδα πολεμιστών να έρχονται αλαλάζοντας προς το μέρος της .Σήκωσε το αριστερό της χέρι και με μια μικρή σκέψη ,απελευθέρωσε ενα ξόρκι προς το μέρος τους.Μια αστραπή ξεπήδησε απο τα λεπτά της δάκτυλα και χτύπησε ακαριαία τους πολεμιστές ρίχνοντας τους κάτω.Με απάθεια,αποτελείωσε ένα ακομα πολεμιστή και συνέχισε την πορεία της προς τον κύριο σχηματισμό.

Η πλάστιγγα της μάχης έγερνε προς την πλευρα του αυτοκράτορα.Οι πολεμιστες,αποδεκατισμένοι απο τα μαγικά της Γκουνβαρ είχαν δημιουργήσει ενα κύκλο και αμυνόντουσαν ενάντια στους βασιλικους φρουρούς ,που ειχαν ξαναβρεί το κουράγιο τους με την είσοδο της μάγισσας στην μάχη.Μέχρι και ο χοντρός σύμβουλος του Αυτοκράτορα έπαιρνε μέρος,εξαπολύοντας ξόρκια σε μεμονωμένους πολεμιστές.

Για λιγο η Γκούνβαρ πίστεψε οτι όλα ειχαν τελειώσει και χαμήλωσε το σπαθί της.Πριν προλάβει να σηκώσει το βλέμμα της,το σώμα ενός βασιλικου φρουρού έπεσε με δύναμη απάνω της καθηλώνοντας την.Εκπληκτη είδε έναν άντρα με κόκκινη και λευκή πανοπλία  να εξέρχεται μεσα απο τον αμυντικό τείχος των πολεμιστών και να επιτιθεται με θεεϊκή μανία ενάντια στους τρομαγμένους βασιλικούς φρουρούς.Οι κινήσεις του ήταν βίαιες και με κάθε κατέβασμα του σπαθιού του ένας ακόμα φρουρός έχανε κάποιο μέλος του σώματος του.Ο άντρας αυτός πρέπει να ήταν ο Σβεϊν σκέφτηκε η Γκούνβαρ και εσπρωξε με δύναμη το νεκρό σώμα του βασιλικου φρουρου που την πλάκωνε.Παραμερίζοντας το πτώμα και καθάρισε το πρόσωπο της απο το αίμα του φρουρου.

Σηκώνοντας τα μάτια της είδε τον χοντρό σύμβουλο του Βασιλιά να εξαπολύει ενα μαγικό προς τον ιππότη με την κοκκινόλευκη πανοπλία.Το ξόρκι έπεσε πάνω στην πανοπλία αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.Ο άντρας γύρισε και άρχισε με γοργό περπάτημα να κινείται προς τον χοντρό μάγο.Παρόλο τον τρόμο του ο μάγος εξαπέλυσε και δευτερο ξόρκι ,πάλι χωρις κανένα αποτέλεσμα.Βλέποντας το αυτό ο μάγος,γύρισε και άρχισε να τρέχει προς τον λόφο που βρισκόταν ο αυτοκράτορας.Ο Ιππότης χωρίς να σταματήσει,πεταξε το βαρύ σπαθί του και αυτό καρφώθηκε με ευκολία στην τροφαντή πλάτη του μάγου,ρίχνοντας τον στο έδαφος.Πλησιάζοντας ο ιππότης,κοίταξε τον μάγο που  ξεψυχούσε.Με μια γρήγορη κίνηση κάρφωσε βαθια το σπαθί,αποτελειωνοντας τον μαγο και συνέχισε προς τον αυτοκράτορα.

Η Γκούνβαρ ένιωσε ενα μικρό τσίμπημα στην καρδιά της.Ένιωσε οίκτο για τον βλάκα τον μάγο,έστω και εαν πριν λιγα λεπτά την είχε προσβάλλει.Αυτό που την αναστάτωσε ήταν η ανοσία του ιππότη ενάντια στην μαγεία.Πως μπορούσε κάποιος να αντισταθεί στην δύναμη της;

Έτρεξε γρήγορα προς την τελευταία θέση του αυτοκράτορα.Φτάνοντας,είδε τον αυτοκράτορα καταπλακωμένο απο το άλογο του και τον ιππότη να τον πλησιάζει για να του καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα.Με μία γρήγορη εκτίναξη του καρπού της,μια φωτεινή μπάλα μαγείας χτύπησε στην πλάτη τον ιππότη και αυτός έπεσε στα γόνατα.

Η μάγισσα έτρεξε σηκώνοντας με την Σκοτεινή ηλιαχτίδα  προς τον ιππότη.Κατέβασε την λεπίδα με όση δύναμη μπορούσε.Ο ιππότης με ταχύτητα μπλόκαρε το σπαθί της με το δικό του και με μια ανάποδη γροθιά την έριξε κάτω.Το σπαθί της Γκούνβαρ έπεσε μερικά μέτρα μακριά της και ο ιππότης την πλησίασε σηκώνοντας το σπαθι του.Η Γκουνβαρ έκλεισε τα μάτια  περιμένοντας το  τέλος,που ποτέ δεν ήρθε.

Ανοιγοντας τα μάτια της είδε τον ιππότη να της προσφέρει το χέρι του.Μηχανικά η Γκούνβαρ,το πήρε και ο ιππότης την βοήθησε να σηκωθεί.

"Μια μάγισσα.Δεν περίμενα οτι θα έβρισκα μια μάγισσα μεσα στις  δυνάμεις του αυτοκράτορα." είπε ο ιππότης.

"Ναι,ούτε εγω θα περίμενα ο Σβεϊν ο πολέμαρχος να μου προσέφερε το χέρι του μετά τις εκατόμβες νεκρών που έσπειρε στο πεδίο της μάχης" απάντησε ειρωνικά η Γκουνβαρ.

Ο ιππότης έβγαλε το κράνος του και  το κράτησε στο χέρι του.Η Γκουνβαρ επεξεργάστηκε το πρόσωπο του Σβεϊν.Δεν έμοιαζε με τον κλασσικο βάρβαρο πολέμαρχο που ειχε δει άπειρες φορές όλα αυτά τα χρόνια.Ήταν  πολυ μικρότερος απο τον Αυτοκράτορα,κοντα στα τριάντα με μαυρα μαλλια και περιποιημένο μουσι.Έμοιαζε με ενα κανονικό άνθρωπο με εξαίρεση τα μάτια του.Η Γκούνβαρ κοίταξε μέσα στα μάτια του Σβεϊν και είδε την εκδίκηση.Είδε εναν άνθρωπο αποφασισμένο,έναν άνθρωπο οπλισμένο με τέτοια θέληση, που θα μπορούσε να κουνήσει ενα ολόκληρο βουνό εαν αυτό στεκόταν μπροστά του.Ασυναίσθητα η Γκουνβαρ έκανε ένα βήμα πίσω.

"Τι θέλεις απο μένα Σβεϊν;" ρώτησε επιτακτικά η Γκουνβαρ,σιγοπαίζοντας με την σκέψη ενος ξορκιου στο μυαλό της.

Ο Σβεϊν γέλασε.
"Η ερώτηση  Μάγισσα είναι τι θέλεις εσύ.Θέλεις να ζήσει ο αυτοκράτορας;Πιο σωστά,θέλεις να συνεχίσεις να είσαι ενα απλό όργανο στα χέρια του;Θέλεις να συνεχίσει να καταπιέζει τους φτωχούς αυτού του βασιλείου;Γιατί φυσικά ξέρεις οτι ο Υψηλότατος  κάνει οτι είναι δυνατόν για μην χάσει την συνεχή εισροή χρυσού στο θησαυροφυλάκιο του ακόμα και εαν αυτό σημαίνει οτι ο μισός πληθυσμός του βασιλείου θα πεθάνει απο την πείνα τον επόμενο χειμώνα"

Η Γκουνβαρ δαγκώθηκε.Ο Σβεϊν είχε δίκιο σε όλα αυτά.Ο Αυτοκράτορας Ραντολφ δεν νοιαζόταν για τους υπηκόους του.Δεν τον ενδίεφερε εαν ενα στα δυο παιδια στο βασίλειο πέθαιναν απο την πείνα.Δεν τον ενδιέφεραν τα Ορκ που λεηλατούσαν τα χωριά.Δεν τον ενδιέφερε που οι βασιλικοι φρουροί λεηλατούσαν όσα χωριά δεν λεηλατουσαν τα ορκ,απλά για να συμπληρώνουν το ήδη παχυλό τους εισόδημα.Ο Αυτοκράτορας ΡΑντολφ ήταν ένας ανίκανος και άχρηστος άνθρωπος όπως όλοι αυτοί που  ήταν πρίν απο αυτόν.Συν τοις άλλοις δεν  συμπαθούσε καθόλου την Γκουνβαρ.Ειχε κινηθεί ερωτικά εναντίον της αλλά ο φόβος οτι μπορούσε να τον κατακεραυνώσει με ενα μικρό της νευμα τον έκανε να κανει πίσω.Αλλά γιατί να αλλάξουν ενα ήδη άθλιο βασιλιά με ενα ακόμα το ίδιο άθλιο;

"Μιλας εσύ που  μόλις τώρα σκότωσες  χιλιάδες πολεμιστές που σου εναντιώθηκαν.Για μένα είστε και οι δυο το ίδιο πολεμοχαρείς και αδιάφοροι για τον κόσμο" απάντησε η Γκουνβαρ.

"Έλα να βασιλέψεις μαζί μου.Το παραδέχομαι οτι έχω σκορπισει τον θάνατο σε όλα τα πεδία μάχης αλλά ρώτησε τους ανθρώπους που απελευθέρωσα απο τα δεσμά του βασιλιά.Δεν πληρώνουν φόρους,δεν παίρνω τα παιδιά τους για τις δικές μου εκστρατείες,δεν αρπάζω τις γυναίκες τους για να τις έχω παλλακίδες.Η σοφία σου είναι απαραίτητη για μένα να κυβερνήσω.Αυτό σου ζητάω." απάντησε ο Σβεϊν κοιτώντας στα μάτια την Γκούνβαρ.

Στα μάτια του η Μάγισσα είδε αυτό που φοβόταν περισσότερο.Την ειλικρίνεια.Είδε εναν άνθρωπο που ήθελε να κάνει τον κόσμο καλυτερο.Είδε έναν άνθρωπο που πολέμησε για αυτό που πίστευε.Η Γκουνβαρ δεν απάντησε.

Ο Σβεϊν έκανε δυο βήματα πίσω και γύρισε πλησιάζοντας προς τον αυτοκράτορα.Ο Αυτοκράτορας φώναζε τρομαγμένος τους φρουρούς του αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση.Ο Σβεϊν στάθηκε πάνω απο τον βασιλιά και τον κοίταξε περιφρονητικά.

"Να ο Αυτοκράτορας Ραντολφ.Ο προστάτης του Βασιλείου.Ο αυτοκράτορας που δεν μπορούσε να υπερασπίσει τον εαυτό του.Κάνε μου την χάρη να μην φωνάζεις και να πεθάνεις γρήγορα" είπε σαρκαστικα ο Σβεϊν και σήκωσε το σπαθί του.

Αλλά το σπαθί του Σβεϊν σταμάτησε.Ο Σβεϊν ένιωσε ενα κρύο ρεύμα να τον διαπερνά και να παραλύει το σώμα του.Κοίταξε και είδε την Σκοτεινη ηλιαχτίδα να τον έχει διαπεράσει στο ύψος της καρδιας και σκοτάδι να βγαίνει απο την πληγή.Γυρνώντας είδε την Γκουνβαρ να τον κοιτά με ενα δάκρυ να τρέχει απο τα μωβ ματια της.Ο Σβεϊν χαμογέλασε και έπιασε το χέρι της Γκουνβαρ.

"Μάλλον δεν θα εχω τώρα την ευκαιρία να μάθω το όνομα σου μάγισσα" είπε ο Σβεϊν πέφτοντας στα γόνατα.

Η Γκουνβαρ κάθισε αμίλητη πίσω του και κράτησε δυνατά την Σκοτεινη ηλιαχτίδα.Έσπρωξε το ξίφος με δύναμη και είπε στο αυτί του Σβεϊν "Γκουνβαρ".

Ο Σβεϊν γέλασε και είπε :"Μην ανησυχείς Γκουνβαρ.Θα βρεθούμε ξανά." Ύστερα έπεσε και ξεψύχησε ενώ σκοτάδι έρεε  απο την πληγή του.Το σώμα του άρχισε να γίνεται λευκό σαν το χιόνι και ο απαλός αέρα το  σκόρπισε σαν σκόνη.

Μπροστά απο την άδεια πανοπλία η Γκούνβαρ σκούπισε το δάκρυ απο το μάγουλο της.Κοίταξε το πεδίο της μάχης.Δεν υπήρχε νικητής σε αυτό το πεδίο πέρα απο τον θάνατο.Σμήνη απο όρνια έκαναν δειλα δειλά την εμφάνιση τους για ένα πλουσιοπάροχο γεύμα.Το χρώμα του ουρανού ήταν κόκκινο και το ηλιοβασίλεμα αντικατοπτριζόταν πάνω στα σπασμένα όπλα και ραγισμένες θωρακίσεις που ηταν σπαρμένες στην κοιλάδα.

"Σε ευχαριστώ Μάγισσα Γκουνβαρ που έσωσες εμένα και το βασίλειο.Πάντα πίστευα οτι ήσουν ικανή για μεγαλοπρεπή επιτεύγματα και θα έχεις απο εδω και πέρα μια περίοπτη θέση στο συμβούλιο μου."  φώναζε ο Αυτοκράτορας Ραντολφ ενώ προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί απο το νεκρό άλογο.

Η Γκούνβαρ γύρισε και τον κοίταξε.Δεν απάντησε,μόνο κάλεσε το άλογο της και κάλπασε μακριά.Μακριά απο τους σκοτωμούς,μακριά απο την τρέλλα και μακριά απο την μεγαλομανία των ανθρώπων.

Ο Αυτοκράτορας δεν κράτησε την υπόσχεση του.Η πραγματική ιστορία της μάχης παραλλάχθηκε.Ο Σβεϊν σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον αυτοκράτορα  και η Μάγισσα Γκουνβαρ είχε αποχωρήσει σαν δειλή πριν την μάχη.Ο αυτοκράτορας αποκάλεσε δημοσίως την Μάγισσα "Μια θρασύδειλη γυναίκα,που φοβηθηκε να  προστατέψει το Βασίλειο."  Όσοι συνεργάστηκαν με τον Σβεϊν καρατομήθηκαν και τα χωριά που ο Σβεϊν απελευθέρωσε καηκαν.Κανένας δεν έμεινε να διηγηθεί την ιστορία της μάχης.

Η Γκουνβαρ άνοιξε τα μάτια της.Δεν μπορούσε να υπολογίσει ποση ώρα ειχε περάσει.Το τζάκι είχε σχεδόν σβήσει και ο πράσινος καπνός της πίπας είχε πέσει σαν πέπλο πάνω στα λιγοστά έπιπλα του δωματίου.Σηκώθηκε και βάδισε προς το παράθυρο.

Ακούμπησε το κρύο παράθυρο με τα λεπτά της δάκτυλα και  ένιωσε την παγωνιά εκει έξω.Μια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό της.Τι θα γινόταν εαν δεν σκότωνε τον Σβεϊν;Μπορεί ο Σβεϊν να άλλαζε τα βασίλεια και να εξασφάλιζε μια καλυτερη ζωή για τους υπηκόους του;

Πολλά χρόνια έτρεχε μακριά απο τα πεδία μάχης.Ποτέ δεν απάντησε ξανά σε κάλεσμα του Βασιλιά ενάντια σε μια απειλή.Παρέμεινε μακριά απο τις ζωές των ανθρώπων,χαμένη σε σπηλιές και σε αρχαίες ξεχασμένες βιβλιοθήκες.Έτσι ο κόσμος ξέχασε την Γκουνβαρ πιο γρήγορα απο οτι αυτή ξέχασε τον κόσμο.Έτσι πέρασε ενα κομμάτι της αιωνιότητας,χαμένη απο όλους."Καλύτερα έτσι" σκέφτηκε."Όποτε προσπάθησα να βοηθήσω τον κόσμο,άνθρωποι πληγώθηκαν.Το καλό είναι οτι δεν πίστεψα ποτέ οτι είμαι σωτήρας των ανθρώπων".

Χαμογέλασε και κάθισε ξανα στην καρέκλα.Πήγε να ρουφήξει την πίπα της αλλά είχε σβήσει.Σηκώθηκε και πήγε στο τραπέζι όπου είχε την τσάντα της.Την άνοιξε και άρχισε να ψάχνει τον καπνό της.Η μαγική της τσάντα μπορούσε να χωρέσει δυο ολόκληρα δωμάτια απο πράγματα οπότε χρειάστηκε πολυ ψάξιμο για να βρεί κάτι μέσα στο χαμηλο φως του δωματίου.Βγάζοντας διάφορα αναμνηστικά και περίεργα αντικείμενα έπιασε κάτι  στρογγυλο και τραχύ με το χέρι της.Παραξενεμένη έβγαλε το χέρι της απο την τσάντα και  κοίταξε το αντικείμενο που κρατούσε.
Ήταν μια σφαίρα  σε σκούρο κόκκινο γυαλί.Δυο  λύκοι  φτιαγμένοι απο ασήμι αγκάλιαζαν την σφαίρα και η σφαίρα μπορούσε να σταθεί πάνω σε μια ασημένια βάση.Η Γκουνβαρ κοίταξε την βάση καλύτερα και διάβασε μια φράση που ηταν σχεδον εξαφανισμένη απο τον χρόνο.

"Αναζήτα τον Φερνιρ" είπε σιγανά η Γκουνβαρ και αμέσως θυμήθηκε.Αυτή η σφαίρα ήταν φτιαγμένη απο τους μάγους για να βρίσκουν τους λυκανθρώπους ακόμα και εαν αυτοί δεν ήταν μεταμορφωμένοι.Σε κάποιο απο τα πολλά ταξίδια της πρέπει να την είχε μαζέψει χωρίς να θυμάται καν το γιατί.Αλλά η σφαίρα τώρα θα είναι άχρηστη αφού οι λυκάνθρωποι εχουν εξαφανιστεί.Είναι ενα κειμήλιο για  μια εποχή που πέρασε.Ίσως θα το χάριζε σε κανένα δράκο,μια και οι δράκοι ήταν γνωστοί για την μανία τους να συλλέγουν πολυτιμα αντικείμενα.

Ακούμπησε την σφαίρα στο τραπέζι  και συνέχισε να ψάχνει την τσαντα της.Ενα υπόκωφο ουρλιαχτο έφτασε στα αυτιά της.Η Γκουνβαρ σήκωσε το κεφάλι της και κοιταξε δεξια αριστερά.Στο δωμάτιο ακούγονταν μόνο τα λιγοστά κάρβουνα και ο ήχος του αέρα έξω.Ήταν σίγουρη οτι άκουσε ενα ουρλιαχτό λύκου.Εκείνη την στιγμή τα μάτια της έπεσαν πάνω στην σφαίρα.Οι λύκοι που την κοσμούσαν είχαν αλλάξει θέση.Κάθισε και παρακολουθούσε την σφαίρα.Ξαφνικά η σφαίρα άρχισε να  φωτίζεται και οι λυκοι να κινούνται ο ένας γυρω απο τον άλλο σαν να κυνηγιουνται.Ο Χορός και η λάμψη γινόταν  όλο και πιο έντονη μέχρι που η σφαίρα φώτισε όλο το δωμάτιο.

Η Γκουνβαρ εκστασιασμένη προέταξε το χέρι της και με μια σκέψη απενεργοποίησε την σφαίρα.Είναι αλήθεια;Οι λυκάνθρωποι υπάρχουν ακόμα;Η σφαίρα δεν μπορεί να ψεύδεται.Αλλά που μπορεί να είναι;Σίγουρα  υπάρχει ενας.Αλλά ποιός;

Η σκέψη αυτή γέμισε την Γκουνβαρ χαρά.Ο τελευταίος των λυκανθρώπων είναι εδώ κοντά.Πόσο θα ήθελε να μάθει πως ενας απο αυτούς κατάφερε και έζησε τόσα χρόνια κρυμμένος απο τα μάτια των ανθρώπων.

Το κυνήγι της περιπέτειας ήταν αυτό που χρειαζόταν αυτήν την στιγμή.Γέμισε την πίπα της με ον κόκκινο καπνό και έριξε λίγες σταγόνες απο παπαρουνονερο.Η περιπέτεια θα χρειαζόταν όλη της την διαύγεια για αυτό  θα έπρεπε να κοιμηθεί.Άναψε την πίπα της και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά.Σε λίγα λεπτά η Γκουνβαρ κοιμόταν βαθιά πάνω στην καρέκλα της με την σφαίρα στο ένα της χέρι.

Κεφάλαιο 4


Ο Στάς σήκωσε ψηλά την μουσούδα του και μύρισε τον αέρα.'Επιασε γρήγορα την μυρωδιά του σκίουρου και άρχισε να την ακολουθεί.Παρόλο το μέγεθος του ο σκίουρος είχε διανύσει μεγάλη απόσταση και ο Στας απομακρύνθηκε πιο μέσα στο δάσος.

Ξαφνικά έπιασε ακόμα μια μυρωδιά πέρα απο αυτή του σκίουρου.Ήταν η μυρωδιά φρέσκου αίματος.Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω.Το δάσος παρέμενε βουβό και σκοτεινό.Εκτός απο μια μικρή λάμψη που αχνοφαινόταν ίσα μπροστά του.Ο Στας έπεσε στα τέσσερα για να μειώσει τις πιθανότητες να τον δεί κάποιος και πλησίασε.

Πλησίασε αρκετά και κρύφτηκε πίσω απο ενα μεγάλο βράχο με βρύα.Με την οξεία όραση του είδε τέσσερις σιλουέτες να στέκονται πανω απο ακόμα μια και να συζητούν.Πήρε το ρίσκο και πλησίασε λίγο ακόμα για να ακούσει τον διάλογο.

"Σήκω πάνω βρωμόπαιδο.Δεν θα σταματάμε κάθε λιγο και λιγάκι επειδή δεν μπορεις να περπατήσεις" είπε η μία φιγούρα απο αυτές.

"Δεν μπορώ να περπατήσω αλλο κύριε.Τα πόδια μου εχουν σκιστεί απο τα αγκάθια και τις πέτρες" απάντησε με παράπονο μια κοριτσιστικη φωνή
.
"Σήκω απάνω και περπάτα!" αποκρίθηκε μια άλλη φιγούρα και σήκωσε με το ένα χέρι απο το λαιμό το κορίτσι
.
Ο Στάς πλησίασε λίγο ακόμα και ξαφνικά του ήρθε μια ιδιαίτερη οσμή.Η οσμή του χρυσού,καρυκευμάτων,κρασιού και μία ακόμη που δεν μπορούσε να την καθορίσει.Ηταν η μυρωδιά του χρόνου,της σήψης και του θανάτου.Ο Στάς προσπαθούσε να σκεφτεί πότε ηταν η τελευταία φορά που  μύρισε  κάτι τέτοιο αλλά δεν μπορούσε να το φέρει στο νου του.Άξαφνα  θυμήθηκε και η μνήμη αυτή έκανε τα μάτια του να λαμπιρίσουν με οργή.Ήταν ενα βαμπίρ.Αλλά τα βαμπίρ δεν συνήθιζαν να έχουν παιδιά ώς υπηρέτες.Πόσο μάλλον οι έμποροι βαμπίρ.

"Γιατί δεν την σκοτώνουμε εδώ Λοχ;" είπε η μια φιγούρα στην άλλη.

"Όχι ακόμα.Πρέπει να την σκοτώσουμε αρκετα κοντά στο Θορνπιτ.Ο φόβος οτι περίεργα πλάσματα έχουν ξεπεταχτεί απο το δάσος θα αυξήσει τις τιμές και ακόμα λιγότεροι έμποροι θα  πραγματοποιούν δρομολόγια προς την περιοχή του Θόρνπιτ.Θα κάνουμε μπάνιο στον χρυσό.Αλλά πάντα μπορούμε να την σκοτώσουμε εδώ και να πάμε το πτώμα πιο κοντά." απάντησε η άλλη φιγούρα.

Οι τέσσερις φιγούρες γέλασαν δυνατά και η μία που κρατούσε το κορίτσι έβγαλε μια λεπίδα κάτω απο το χιτώνιο.Ο Στάς τα χρειάστηκε.Απο την μία δεν μπορούσε να αφήσει τέσσερα βαμπίρ να σκοτώσουν μια αθώα κοπέλα.Απο την άλλη εαν έσωζε την κοπέλα θα διέλυε τον μυθο οτι οι λυκάνθρωποι έχουν εξαφανιστεί.Ο μόνος τρόπος ήταν να πείσει την κοπέλα να μην μιλήσει για οτι δεί.Γιατί σίγουρα  θα  έβλεπε πολλά.

Ο Στάς γρύλλισε σιγά.Τα βαμπίρ γύρισαν και το ένα που κράταγε την κοπέλα την άφησε να πέσει με θόρυβο κάτω.
"Τι είναι αυτός ο ήχος;Πηγαίνετε να κοιτάξετε όσο θα φυλάω το κορίτσι." είπε στα αλλα τρία.

Τα υπόλοιπα βαμπίρ πλησίασαν βγάζοντας τις λεπίδες τους κάτω απο τους χιτώνες τους.Το ένα απο αυτά πλησίαζε τον Στας χωρίς βέβαια να εχει καταλάβει τον λυκάνθρωπο που κρυβόταν εκεί κοντά.Ο Στάς χαμογέλασε.Το ένστικτο του κυνηγού είχε πλέον πάρει την θέση του μέσα στο μυαλο του.

Μόλις το ένα βαμπίρ πλησίασε αρκετά κοντά στον Στάς,αυτός με μια αστραπιαία κίνηση το έπιασε απο το λαιμό με το χέρι του και το χτύπησε με δύναμη κάτω.Ζαλισμένο απο την έκπληξη το  τελεταίο πράγμα που είδε ήταν οι τέσσερις κυνόδοντες να μπήγονται στο λαιμό του.Ο θόρυβος έκανε τα υπόλοιπα βαμπίρ να γυρίσουν προς την κατεύθυνση του συντρόφου τους.

"Σετ που εισαι;" κάγχασε το ένα απο τα δυο βαμπιρ  και άρχισε να τρέχει.Το βαμπίρ είχε εξαιρετική ταχύτητα αλλά δυστυχώς τα ρεφλέξ του δεν ήταν τόσο καλά ώστε να προλάβει να δεί το χέρι του Στας να ξεπροβάλλει απο ένα δέντρο και να το αποκεφαλίζει.

Το τρίτο απο τα βαμπιρ έβγαλε ενα ακόμα σπαθί και άρχισε να περιστρέφεται αργά προσπαθώντας να δεί κάτι μεσα στο σκοτάδι.Η πυκνή βλάστηση δεν βοηθούσε ιδιαίτερα παρόλο που όπως ο Στας είχε εξαιρετική όραση.Άξαφνα είδε μια μπάλα να πέφτει απο ψηλά στα πόδια του.Πλησιάζοντας είδε με φρίκη οτι ήταν το κεφάλι του συντρόφου του με την φρίκη όμορφα ζωγραφισμένη πάνω στο φώς του κόκκινου φεγγαριού.Αλλά δεν του έμεινε χρόνος  να θρηνήσει για αυτόν.Μέχρι να σηκώσει το βλέμμα του,ο λυκάνθρωπος είχε βυθίσει τα δυο του χέρια μέσα στα πλευρά του.Με ενα γρυλλιτό ο Στάς έκοψε στα δυο το βαμπίρ  και γέμισε την γούνα του σκούρο αίμα.

Το τέταρτο βαμπίρ βλέποντας τους συντρόφους του να εξαφανίζονται μέσα στο δάσος,γύρισε και άρχισε να τρέχει.Η απόσταση απο το Θόρνπιτ ήταν σχετικά κοντά και με την υπεράνθρωπη ταχύτητα του θα μπορούσε να την διανύσει σε πολυ μικρό χρόνο.Ένιωθε όμως οτι κάτι τον κυνηγούσε.Όσοι λένε οτι τα βαμπίρ δεν νιώθουν φόβο θα κάνουν λάθος.Ισως για πρώτη φορά μετά την νεκρανάσταση του το βαμπίρ  ένιωσε την σπονδυλική του στήλη να παγώνει.Ένιωσε όπως  ένας λαγός όταν τον κυνηγάει αλεπού και ένιωθε ένα βλέμμα πίσω του να τον τρυπάει.Γύρισε πίσω και είδε μια γκρί σκιά με μάτια που έσπαγαν το σκοτάδι να τον κυνηγάει.Έτσι όμως δεν είδε την ύπουλη ρίζα στην οποία σκονταψε και σύρθηκε καμία δεκαριά μέτρα στο έδαφος.

Γυρισε και κοίταξε.Ο Στας είχε φτάσει αρκετά κοντά του.Το βαμπίρ ανεμίζοντας το σπαθί του είπε -"Δεν μπορεί να είσαι ένας απο αυτους.Σας σκοτώσαμε όλους πριν εκατό χρόνια.Είσαι απλα ένας άγριος λύκος." και όρμησε.
Ο Στάς έπιασε το σπαθί με το ένα χέρι.Η λεπίδα δεν ήταν ασημένια για να διαπεράσει το δέρμα του.Ένα απο τα καλά να ξέρεις οτι ο κόσμος δεν πιστεύει οτι υπάρχουν  λυκάνθρωποι είναι οτι κανένας πλέον δεν κουβαλάει ασημένια όπλα.Με το άλλο του χέρι ο Στάς έπιασε το βαμπίρ απο το λαιμό και απάντησε "Δες πως ειναι λοιπόν να σε σκοτώνει ενας νεκρός.".Ο Στάς έβγαλε το σπαθί απο το χέρι του βαμπίρ και το κάρφωσε με δύναμη στην καρδια του.Σκούρο αίμα άρχισε να τρέχει και ο Στάς πέταξε το βαμπίρ  μακριά.

Τώρα έπρεπε να ασχοληθεί με την κοπέλα.Γύρισε εκεί που την ειχαν αφήσει τα βαμπίρ και την βρήκε μαζεμένη στην ίδια θέση..Ο Στας την πλησιάσε και την περιεργάστηκε.Ήταν γύρω στα δεκατέσσερα με  πρασινοσκουρα μάτια και μαύρα μακρια μαλλιά.Φορούσε φτηνά ρούχα και τα πόδια της ήταν τραυματισμένα απο την πολύωρη πεζοπορία.Βλέποντας τον Στάς ,ένα δάκρυ έτρεξε απο το ένα της μάτι.

Ο Στάς την πλησιάσε και την μύρισε.Το άρωμα του φόβου ήταν δυνατό απάνω της αλλά ήταν και η μυρωδιά του νέου κοριτσιού.Τον φοβόταν αλλά δεν έτρεξε να φύγει.Ο Στάς το εκτίμησε αυτό.

-"Πως είναι το όνομα σου;" ρώτησε με οσο πιο απαλή φωνή μπορεί να έχει.

Η κοπέλα με έκπληξη στο βλέμμα της του απάντησε χαμηλόφωνα "Αλάρια.Αλάρια με λένε.Τι είσαι;"
Ενα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο  του Στας.Έκανε δυο βήματα πισω και πήρε ενα κομμάτι ύφασμα που υπήρχε σε ενα σακκίδιο των βαμπίρ.Το τύλιξε γύρω απο την μέση του και άνοιξε τα χέρια του.Σαν άμμο που την παίρνει ο αέρας,η εμφάνιση του Στάς άρχισε να αλλάζει  και να γίνεται ανθρώπινη.Οι  χοντρές γκρι τρίχες έπεσαν,το προσωπο έγινε ανθρώπινο και τα γόνατα του ήρθαν στην κανονική τους θέση.Σε λίγο το μόνο που είχε απομείνει πάνω στον Στας απο τον λυκάνθρωπο ήταν οι κυνόδοντες .Ψάχνοντας στα πράγματα των βαμπιρ βρηκε ενα ζευγάρι παπουτσια και ενα παντελόνι.Τα φόρεσε και έσφιξε στον λαιμο του το ύφασμα.

Κατα την διάρκεια της μεταμόρφωσης η Αλάρια καθόταν παγωμένη με έκπληξη.Ο Στας την πλησίασε και της είπε με ανθρώπινη τώρα φωνή:

-"Αλάρια με λένε Στάς και εχω ενα πανδοχείο στο Θορνπιτ.Ειναι εδω κοντά αλλά θέλω να ξέρω εαν μπορώ  να σε εμπιστευτώ.Είμαι ενας λυκάνθρωπος και τους λυκάνθρωπους τους κυνηγάνε.Πόσο μάλλον οταν έχουν σκοτώσει 4 εμπόρους.Θελω να μου υποσχεθείς οτι δεν θα πεις πουθενά οτι είδες σήμερα."

Η Αλάρια τον κοίταξε και του είπε "Μην ανησυχείς δεν θα πω τίποτα απο οτι είδα.ΣΕ ευχαριστώ που με έσωσες."

-"ωραία χαίρομαι πολυ για αυτό.Μπορείς να περπατήσεις;" ρώτησε ευγενικα ο Στας.
"Δύσκολα γιατί τα πόδια μου πονάνε πολυ." έκανε η Αλάρια και κοίταξε τα πόδια της.

-"Δεν πειράζει θα σε κουβαλήσω.Το Θορνπιτ δεν ειναι μακριά." αποκρίθηκε ο Στάς και έσκυψε ωστε να ανέβει στην πλάτη του η Αλάρια.

Δειλά αρχικά ανέβηκε και ο Στας σηκώθηκε όρθιος.Άρχισε να περπατάει γοργά προς το Θορνπιτ,κοιτώντας τριγύρω μην τυχόν κάποιος τους δεί.Πάντα κάποιος αργοπορημένος ταξιδιώτης μπορεί να τους έβλεπε.

Μετά απο λίγο φάνηκε το Θόρνπιτ.Ήταν ξημερώματα και το σκοτάδι του χειμώνα έπεφτε βαρύ πάνω στην μικρή κωμόπολη.Ο Στάς μείωσε τον βηματισμό του πάνω στο παχύ χιόνι για να επεξεργαστεί καλύτερα τον χώρο κοντά στην ταβέρνα του.Δεν θα έμπαινε φυσικά απο την κυρίως είσοδο.Συχνά πυκνά μεθυσμένοι φιλοξενούμενοι έκαναν την εμφάνιση τους στην κουζίνα ελπίζοντας να βρούνε κάτι να φάνε το βράδυ ,χωρίς αποτέλεσμα απο την ημέρα που ο Στας  όρισε την Ματίλντα την γάτα του σαν φύλακα.Με λίγους γρήγορους δρασκελισμούς έφτασε πίσω απο την ταβέρνα και κάθισε στα γόνατα.
"Περίμενε λίγο" είπε στην Αλάρια.

Ο Στάς έσκυψε και έβαλε το χέρι του μέσα στο χιόνι.Με λίγο ψάξιμο,βρήκε το κρίκο και τον τράβηξε δυνατά.Αυτόματα μια καταπακτή άνοιξε στο πλαϊ της ταβέρνας,βγάζοντας ζεστό αέρα και μυρωδιά φρέσκου ψωμιού.

"Μπορείς να προχωρήσεις,φτάσαμε." είπε ο Στας .Η Αλάρια προχώρησε με αργά βήματα στο λιγοστό χιόνι και κατέβηκε τα σκαλοπάτια της καταπακτής.Ενω ο Στας την ακολουθούσε,νόμισε οτι την άκουσε να ξεφυσά ανακουφισμένη.

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Κεφάλαιο 2


Η βροχερή νύχτα ήταν η τέλεια κάλυψη για τον Στάς.Ο θόρυβος της βροχής και η περιορισμένη ορατότητα θα εξασφάλιζαν  περισσότερη ασφάλεια για οσο ήταν μεταμορφωμένος.Είχε ήδη απομακρυνθεί τρία μίλια μακρια απο το Θόρνπιτ και η βόλτα του έφτανε στο τέλος του.Σε λίγο θα έβρισκε την σπηλιά   και θα άλλαζε μορφή εκει μέσα.

Το δάσος ήταν σε πλήρη γαλήνη και σκοτεινό.Δεν είχε βέβαια πρόβλημα μια και η όραση του του επέτρεπε να βλέπει σαν να ήταν μέρα.Ανέπνεε με ευχαρίστηση τον βρεγμένο αέρα και απολάμβανε τις χιλιάδες οσμές που του έφερνε η υγρασία.Ένιωθε το κτήνος μέσα του να ηρεμεί και να γουργουρίζει σαν γάτα όσο πιο μακριά έφευγε απο την πολυκοσμία του Θόρνπιτ.

Βλέποντας την σπηλια ο Στας επιτάχυνε για να σιγουρευτεί οτι είναι άδεια.Καμία ιδιαίτερη οσμή δεν ερχόταν απο το βάθος της σπηλιάς αλλα έπρεπε να είναι σίγουρος οτι κανένας δεν βρισκόταν μέσα.Θα έπρεπε να μεταμορφωθεί με την ησυχία του για να ειναι πιο ανώδυνη η μεταμόρφωση.

Μπήκε στην σπηλια και έβγαλε τα ρούχα του.Το κρύο ήταν λιγο τσουχτερό αλλά δεν τον πολυ ένοιαζε.Έβαλε τα ρούχα του σε μια δερμάτινη τσάντα που είχε μαζί του και κάθισε σε μια πέτρα στην είσοδο της σπηλιάς.Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να βγάζει τους σύρτες απο το υποσυνείδητό του.Έκλεισε τα μάτια και ανέπνεε βαθια και αργά.

Η μεταμόρφωση δεν ήταν πάντα εύκολη.Όσο πιο γρήγορα γινόταν τοσο πιο επίπονη γινόταν για τον λυκάνθρωπο και ακόμα πιο επικίνδυνη για τους άλλους.Το πιο κοντινό σε πόνο ήταν σαν κάποιος να σε τραβάει με ένα άλογο ενώ ταυτόχρονα σου μπήκει πυρωμένα καρφιά.Στο πρόσωπο που η αλλαγή ήταν πιο έντονη ο πόνος ήταν τοσο αφόρητος που οι κραυγές μπορούσαν να ακουστούν μίλια μακριά.
Χρειάστηκε πολυ καιρό ο Στας να μάθει να ελέγχει τα στάδια της μεταμόρφωσης.Απο κάτω προς τα πάνω ήταν το πιο ανώδυνο και πάντα με ηρεμία.Ο πόνος  έτσι κρατούσε λιγότερο και ήταν πιο μικρός.Έτσι και τώρα ένιωθε τον εαυτό του να αλλάζει σαν να έρεε ζεστό νερο  μεσα απο τις φλέβες του.Μέσα σε πεντε λεπτά  η μεταμόρφωση ειχε τελειώσει.

Τεντώθηκε και έβγαλε μια κραυγή σημαδεύοντας το φεγγάρι σαν να ζητούσε απάντηση.Κοίταξε το κόκκινο φεγγάρι και ένιωσε ενα μικρο σφιξιμο μέσα του.Ήταν μόνος του.Πολυ παλιά η κραυγή του ποτέ δεν έμενε αναπάντητη και τέτοια βράδια τα περνουσε παρέα με την υπόλοιπη αγέλη.Έτρεχαν μεσα στο δάσος,ανέβαιναν στα δέντρα και μερικές φορέ μπορεί να κυνηγούσαν  κάτι για να τσιμπήσουν.Επειδή το τελευταίο φρίκαρε τους ανθρώπους, έφερναν κάποιο κομμάτι κρέας ώστε να μην τους δεί κανένας άνθρωπος με ενα ψόφιο λαγό στα δόντια.Το τελευταίο βράδυ μαζευόντουσαν σε κάποιο ξέφωτο και άκουγαν τους γηραιότερους να τους λένε για το πως δημιουργήθηκαν οι λυκάνθρωποι.

Όταν ο κόσμος δημιουργήθηκε και οι Θεοί έφτιαξαν τον άνθρωπο  έβαλαν μέσα του την δύναμη της ζωής.Το δώρο αυτό δεν μπορεί να το αντιληφθεί ο κάθε ένας γιατί κανένας δεν αντιλαμβάνεται το εύρος της ζωογόνου δύναμης.Χρειάζεσαι προσπάθεια για να καταλάβεις οτι υπάρχει κάτι παραπάνω απο αυτά που νιώθεις και αυτά που μπορείς να κάνεις.Όταν ξεκλειδώσεις την ζωογόνο δύναμη σου,ένας νέος κόσμος αισθήσεων και δυνατοτήτων απλώνεται μπροστά σου.Δημιουργείς,απολαμβάνεις και βιώνεις κάθε στιγμή πολλαπλάσια απο οτι πρίν.

Αλλά ολη αυτή η δύναμη έρχεται με ένα τίμημα.Ανοίγοντας την ζωογόνο δύναμη,ανοίγεις τον δρόμο για το κτήνος.Το κτήνος είναι το ζώο που εχουμε μέσα μας.Τρέφεται με οτι ζούμε,αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε.Οσο πιο γρήγορα τρέφεται το κτήνος τόσο  πιο γρήγορα θα μεγαλώσει,τόσο πιο γρήγορα θα σπάσει την αλυσίδα.Η μεταμόρφωση σε λυκάνθρωπο ειναι η διέξοδος κάποιου "φωτισμένου" για να βγάλει προς τα έξω το κτήνος.

Η πραγματικότητα βέβαια είναι λιγο διαφορετική όπως αναφέρει ο Τζινξ ο ιατροφιλόσοφος.Η αρχή του Τζίνξ ήταν "Θεοί είναι,κάνουν οτι θέλουν".Η δημιουργία των λυκανθρώπων κατα τον Τζίνξ ήταν μια (αρκετά) αποτυχημένη προσπάθεια της Θεάς Σίντερ που ήθελε ένα άντρα πιστό σαν σκύλο.Αν και Θεά η Σίντερ δεν είχε τις στοιχειώδεις γνώσεις ζωολογίας που θα έβρισκε σε μαθητευόμενο στο Λαμπρό Πανεπιστήμιο.Εδω που τα λέμε οποιοσδήποτε μπορεί να καταλάβει την διαφορά ενός λύκου απο ένα σκύλο (εκτός απο την Θεα Σίντερ και τις γάτες).Η Θεά Σίντερ  λοιπόν  ενοποίησε ενα λύκο με ένα άντρα με αποτέλεσμα να φτιαχτούν οι λυκάνθρωποι.Θα ήταν μια οδυνηρή σκέψη να σκεφτείτε την έκπληξή μιας γυναίκας όταν ο σύζυγος της έπεφτε στα τέσσερα έβγαζε τρίχες και δόντια και σκότωνε το μισο κοπάδι πρόβατα.Επειδή και οι Θεοί δεν θέλουν να δεχτούν τα λάθη τους (όσο χοντρά και εαν είναι),η Θεα Σίντερ φρόντισε να διαδοθεί η βλακεία περι "ζωογόνου δύναμης".

Η σκέψη του Στάς διακόπηκε ξάφνου απο ένα βελανίδι το οποίο ήρθε στο κεφάλι του.Μετά ήρθε και δεύτερο,τρίτο και τέταρτο.Μέσα στην σιγή του δάσους άκουσε μια φωνή απο ψηλά.Γύρισε το κεφάλι του και είδε ενα σκίουρο να τον κοιτάει ενοχλημένος.

"Ρε φιλοςςς δεν παςς να μεταμορφωθείςςς πουθενά αλλού;Τρείςςς ώρεςςς προσπαθώ να κοιμηθώ και εσυ κάθεσαι και φωνάζειςςς;" είπε ο σκίουρος ρίχνοντας ακόμα ενα βελανίδι στον Στάς.

"Ένας σκίουρος που μιλάει.Πάει,τρελλάθηκα." είπε απελπισμένος ο Στάς

"Ουαου εναςςς λυκάνθρωποςςς." απάντησε ειρωνικά ο σκίουρος.

"Μα οι σκίουροι δεν μιλάνε.Τι είδους μαγεία ειναι αυτή;" 

"Μαγεία ε;Φάε λιγη μαγεία τώρα" αποκρίθηκε φανερά ενοχλημένο ο σκίουρος πετώντας ενα ακόμα βελανίδι.

"Συγγνώμη εαν σε ενοχλησα αλλα έρχομαι εδω πάρα πολλά χρόνια και ποτέ δεν ειχα ενοχλήσει κανένα.Τέλος πάντων το δάσος είναι αρκετά μεγάλο και μπορείς να πας αλλου να κοιμηθείς σαν  σκίουρος." είπε ο Στάς  χωρίς να πιστεύει οτι έπιασε συζήτηση με ενα τσαντισμένο σκίουρο που του πετάει βελανίδια.

Βέβαια η απορία του Στας δεν ειναι δικαιολογημένη.Οι μάγιστροι του Τουμ είχαν μια θεωρία κατα την οποία τα ζώα μπορούνε να μιλάνε απλά δεν θέλουν να το κάνουν.Για οικονομία λόγου προτιμούνε γρυλλίσματα νιαουρίσματα κελαϊδητά παρά να χειρίζονται μια απο τις 328 διαφορετικές γλώσσες του κόσμου.Επιπλέον ποιός θα ήθελε ενα σκύλο που να έλεγε στο αφεντικό του "Φίλε πρέπει να κανεις μπάνιο γιατι κοντεύω να πεθάνω απο την βρώμα;".Ενας τέτοιος σκύλος θα ειχε στην καλύτερη περίπτωση να φύγει κλωτσιδόν απο το σπίτι μετα απο μια τέτοια δήλωση.

Τα έλφ βέβαια ισχυρίζονται οτι τα ζώα τους μιλάνε όποτε βρίσκονται στα δάση.Κρύβουν βέβαια το γεγονός οτι τα ζώα τους περιλούζουν με βρισιές λόγω της συμπεριφοράς των έλφ στα δάση.Χαρακτηριστικό παράδειγμα ειναι η δίηγηση του  Εθολ του παλαβιάρη  για τον πρώτο πόλεμο Ελφ και Ζώων  που έγινε στο δάσος του Λορθεν.Ενα πρωϊ λοιπόν τα ελφ αποφάσισαν να γιορτάσουν την ομορφιά της φύσης στο δάσος του Λόρθεν.Οι γιορτές των Ελφ περιλαμβάνουν εικοσιτετράωρες χορωδίες,μουσικα όργανα και ατελείωτο χορό.Μετά απο επτά μέρες συνεχόμενου πανζουλρισμού τα ζώα έστειλαν τον κάστορα να  ζητήσει απο τα έλφ να φύγουν.Αντίθετα με οτι περίμεναν τα ζώα,τα έλφ οχι μόνο δεν έφυγαν αλλά αποφάσισαν να καθίσουν ακομα περισσότερο αφού είδαν ως καλό οιωνό ενα κάστορα που μιλούσε.Τα ζώα εκνευρισμένα (ιδιαίτερα ο κάστορας που τα ελφ τον έγραψαν κανονικα)  διέλυσαν το κοντινό φράγμα και ετσι πλημμύρισε ο καταυλισμός των Ελφ.
Είναι πλέον σαφές οτι τα ζώα δεν μιλάνε γιατί έτσι μπαίνουν σε περισσότερους μπελάδες.

Ο Στάς μπόρεσε να κοιτάξει πάνω απο τον βράχο.Μάλλον οι χειμερινές προμήθειες του σκίουρου είχαν τελειώσει.Με δισταγμό ρώτησε "Μπορώ να βγώ;"Καμμία απάντηση.Βγαίνοντας διακριτικά κοίταξε προς τα πάνω.Ευτυχώς ο τρελλός σκίουρος είχε εξαφανιστεί.Η αψιμαχία πάντως του είχε χαλάσει την όρεξη.Καλύτερα θα ήταν να γίνει ξανά άνθρωπος και να πάει πίσω στην ταβέρνα.Χρειαζόταν λιγο κρασί για να συνέλθει απο την εμπειρία αυτή.

Πηγαίνοντας προς την σπηλια,γύρισε την πέτρα κάτω απο την οποία είχε αφήσει την τσάντα με τα ρούχα του.Με τρόμο είδε οτι η τσάντα δεν ήταν εκει.Τα Κόκκινα μάτια του Στας λαμπίρισαν με οργή.Ο καταραμένος σκίουρος  είχε πάρει τα ρούχα του.Το τι θα μπορούσε να κάνει ενας σκιουρος τα ρούχα του στας ήταν άξιο απορίας.Δεν πειράζει οταν τον έπιανε θα τον ρωτούσε.

Κεφάλαιο 1


"Πανδοχέα" ακούστηκε μια δυνατή φωνή και ένα χέρι χτύπησε την μπάρα.

Ο Στάς τινάχτηκε και  κοίταξε αγουροξυπνημένα τον πελάτη. Ήταν ένας νάνος που μετα δυσκολίας στεκόταν στην καρέκλα που ήταν φτιαγμένη για ανθρώπους.Πρέπει να του πήρε τουλάχιστον δέκα λεπτά να ανέβει γιατί φαινόταν πολύ εκνευρισμένος.

-"Τι θα πάρετε;Δύο λίτρα μπύρα;" αποκρίθηκε ο Στας ακουμπώντας βαριεστημένα πάνω στον πάγκο.

-"Ναι και φρόντισε να είναι σε καθαρό ποτήρι.Την τελευταία φορά βρήκα μέσα κομμάτια από κάρβουνο." είπε ο νάνος ενώ  καθάριζε τα χέρια του απο το κάρβουνο της τελευταίας ανασκαφής.

"Εντάξει εντάξει" είπε ο Στάς γυρνώντας και παίρνοντας ενα ποτήρι Κατευθύνθηκε προς τα βαρέλια της μπύρας και των υπολοίπων ποτών.Οι κινήσεις του ήταν αρκετά αργές έως νωχελικές σε αντίθεση με την υπόλοιπη ταβέρνα που ξεχύλιζε απο φασαρία. Ήταν οι πρώτες μέρες του χειμώνα και το Θορνπιτ είχε γεμίσει ταξιδιώτες που έφευγαν απο τις παρυφές του Μεγάλου Δάσους.Όλοι τους ήθελαν να γυρίσουν στην ασφάλεια των τειχών πριν αρχίσουν τα πρώτα χιόνια και  το Θορνπιτ ήταν ο πρώτος σταθμός για τις μεγάλες κοιλάδες του Λευκού Βασιλείου.Ο κάθε ένας είχε να διηγηθεί μια ιστορία για το Μεγάλο δάσος και οτι είχε αντικρύσει εκεί.Κάποιοι  έλεγαν οτι οι νεκροί βγαίνουν απο τους τάφους τους,άλλοι οτι τα Ορκ κατεβαίνουν κατα χιλιάδες για επιδρομές,άλλοι οτι οι δράκοι τον χειμώνα τρελλαίνονται και σκοτώνουν οτι ζωντανό πλάσμα βρούνε μπροστά τους.

"Βλακείες"  σκέφτηκε ο Στάς. Οι νεκροί δεν έχουν περπατήσει την γη για χίλια χρόνια,τα ορκ είναι απασχολημένα με το να πλακώνονται μεταξύ τους και οι δράκοι προτιμάνε να κοιμούνται άνετα στις σπηλιές τους παρά να γυρίζουν μεσα στο παγωμένο δάσος.Ο Στας ήταν σίγουρος οτι αυτές τις φήμες τις κυκλοφορούσαν τα Ελφ  για να κάνουν τις γιορτές τους ήσυχα  μακριά απο τα μάτια των αδιάκριτων ταξιδευτών.

Ούτως ή άλλως ο ίδιος ειχε σημαντικότερα προβλήματα.Πρώτον τα ποτά του τελείωναν αφού οι έμποροι καθυστερούσαν επίτηδες τις προμήθειες για να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε υψηλότερες τιμές.Δεύτερον και πιο σημαντικό το Κόκκινο Φεγγάρι  είχε κάνει κάνει την εμφάνιση του πιο νωρίς απο οτι περίμενε.Για τους  βάρδους ήταν μια υπέροχη ευκαιρία να τραγουδάνε ρομαντικά τραγούδια  (εκτός φυσικά απο τις λίμνες όπου οι νύμφες είχαν μια διαφορετική άποψη για το τι εστι ρομαντικό και μαστίγωναν με καλαμιές τους βάρδους) αλλά για  τύπους σαν τον Στας δεν ήταν  τόσο ευχάριστο.
Δεν ήταν εύκολοι καιροί να είσαι λυκάνθρωπος.Παρόλο που  απο αρκετά μικρός είχε μάθει να ελέγχει τον λύκο μέσα του,κατά την διάρκεια του κόκκινου φεγγαριού  το βράδυ έχανε τον έλεγχο της μεταμόρφωσης του.Φυσικά εαν τον έπιαναν θα του κάρφωναν δεκα ασημένιες βέργες στην καρδιά και θα τον έκαιγαν πράγμα που δεν το ήθελε.Είχαν περάσει κοντά στα εκατό χρόνια που οι άνθρωποι  πίστεψαν οτι σκότωσαν και τον τελευταίο λυκάνθρωπο. Απο τότε οι λυκάνθρωποι υπήρχαν μόνο στα παραμύθια για να τρομάζουν οι μανάδες τα παιδιά τους.

"Καλύτερα έτσι." σκέφτηκε ο Στας και σέρβιρε την μπύρα στον νάνο
.
Ο νάνος πήρε την μπύρα με το ένα του χέρι και έσπρωξε με το άλλο 4 χάλκινα.Κατέβασε την μπύρα μέσα σε ελάχιστο χρόνο και ρεύτηκε δυνατά,συναγωνιζόμενος την φασαρία της ταβέρνας επάξια.Ο Στας πήρε τα νομίσματα και καθάρισε τις πιτσιλιές που άφησε ο νάνος στην μπάρα.Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον νάνο που τον ειχε καρφώσει με το βλέμμα του.

"Ποιο είναι το πρόβλημα;" είπε ο Στας κάπως ενοχλημένος.

"Εχω γυρίσει πολλά πανδοχεία σε ολόκληρο το βασίλειο. Εδω και διακόσια χρόνια πίνω μπύρες και γνωρίζω κάθε πανδοχέα σε ολόκληρο το βασίλειο.Αλλά εσύ είσαι περίεργος.Κάτι κρύβεις." αποκρίθηκε ο νανος έχοντας πάρει ενα κουτό βλέμμα.

Ο Στάς δεν πάγωσε.Ήξερε να φυλάει καλά το μυστικό του.Λίμαρε τους κυνόδοντές του κάθε πρωϊ και φρόντιζε να κρατάει την ψυχραιμία του ακόμα και οταν γύρω του γινόταν μάχη.Παρόλα αυτά ήθελε να διασκεδάσει με την βλακεία του νάνου και τον ρώτησε:

"Τι μπορεί να κρυβει ενας πανδοχέας σαν και εμένα;"

"Δες.Όλοι εδώ είναι αγχωμένοι με τον βαρύ χειμώνα που πέφτει στην χώρα.Μπορεί να είναι και ο τελευταίος.Εσύ όμως φαίνεσαι ψύχραιμος,σαν να μην σε απασχολεί που οι νεκροζώντανοι θα κατέβουν απο το δάσος και θα μας σφάξουν όλους." γρύλλισε ο Νάνος.

"Ίσως γιατί οι νεκροζώντανοι έχουν να δώσουν σημάδια εδώ και χίλια χρόνια.Ακόμα και τότε με την βοήθεια των βρυκολάκων καταφέραμε και τους νικήσαμε.Γιατί λοιπόν να χολοσκάω κάθε χειμώνα με τέτοιες ιστορίες;"

"Πφφφ" είπε ο Νάνος φτύνοντας λιγη ακόμα μπύρα πανω στον πάγκο."Ποιός συμπαθεί τους Βρυκόλακες;Αν θες την άποψη μου θα έπρεπε να τους σκοτώσουμε την εποχή που  καίγαμε και αυτούς τους βρωμιάρηδες τους λυκανθρώπους"

Σε αυτό δεν μπορούσε να διαφωνήσει ο Στάς.Σιχαινόταν τα βαμπίρ όσο τίποτα στον κόσμο.Υπεράνω,λεπτεπίλεπτα πάντα εριστικά,προσπαθούσαν να ειναι το επίκεντρο κάθε παρέας,συμβουλίου ή ακόμα και ταβέρνας.Τα βαμπίρ με τους λυκανθρώπους ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά για αυτο ακριβώς το λόγο.Εκεί που ένας άνθρωπος θα έβρισκε χαριτωμένη την προσβολή ενος βαμπίρ,ο λυκάνθρωπος θα έσπαγε το λαιμό του τελευταίου σαν οδοντογλυφίδα.Βλέπετε τα βαμπίρ δεν είχαν περισσότερες ελπίδες απο οτι ενας άνθρωπος ενάντια στους λυκανθρώπους."Αιματοσακούλες" τα  αποκαλούσε ο θείος του Στάς και δεν είχε άδικο.

Ίσως η δήλωση του νάνου  έκανε τον Στας να γίνει λιγο πιο φιλικος με τον τελευταίο.Πήρε το άδειο ποτήρι του νάνου και αφού το γέμισε ξέχυλο το σερβίρισε στον νάνο.

-"Απο το μαγαζί"
Το πρόσωπο του νάνου έλαμψε απο χαρά και με δυο κινήσεις άδειασε το ποτήρι.Εκείνη την φορά δεν ρεύτηκε πιθανότατα γιατί η μπύρα ήταν ξεθυμασμένη.
"Πως πήγαν οι  εξορύξεις  αυτό το καλοκαίρι;" ρώτησε ο Στας τον νάνο ακουμπώντας με τα χέρια του σταυρωτά πάνω στον πάγκο.
Ο νάνος  αναστέναξε  με μια υπόνοια ρεψίματος.

-"Όχι τόσο καλά.Τα περισσότερα μεταλλεία έχουν στερέψει και όσα έχουν μετάλλευμα βρίσκονται πέρα απο το μεγάλο δάσος.Ακόμα και το καλοκαίρι είναι δύσκολο να περάσεις το μεγάλο δάσος,τις κόκκινες οροσειρές και να φτάσεις στο οροπέδιο του Ορι.Το  ταξίδι κρατάει 1 μήνα οπότε δεν προλαβαίνεις να σκάψεις ούτε ένα μήνα πριν αρχίσει το φθινόπωρο.Άσε που οι βροχές της άνοιξης  γεμίζουν λάσπη όλο το δρόμο προς τα εκεί."

"Γιατί δεν κάνετε μια αποστολή και να περάσετε τον χειμώνα εκει;Το κλίμα στο οροπέδιο του Ορι δεν είναι κακό.Πριν τριακόσια χρόνια πολλοί νάνοι στάθμευαν και περνούσαν τον χειμώνα εκεί και εξόρυσσαν τεράστιες ποσότητες απο Μιθριλ και Αλκάλουμ." ρώτησε ο Στάς.

Ο νάνος γέλασε δυνατά και είπε συνωμοτικά στον Στάς:
"Ακριβώς πριν τριακόσια χρόνια.Τώρα η περιοχή βρίθει απο ληστές και τέρατα.Πριν τριακόσια χρόνια,το βασίλειο των τριών θρόνων  όπου ανήκε το οροπέδιο του Όρι εξασφάλιζε ασφαλές πέρασμα στο οροπέδιο.Το ξέρω αυτό άνθρωπε γιατί ήμουν σε μια τέτοια αποστολή τότε.Έβλεπες κάθε εκατό μέτρα φυλάκιο και  έτσι μπορούσε ο κάθε ένας να κάνει την τύχη του είτε σαν έμπορος είτε σαν ανθρακωρύχος.Σαν αντάλλαγμα έδινες το ενα δέκατο απο οτι εξόρυσσες στο βασίλειο.Πολυ καλή ανταλλαγή εαν  θέλεις την γνώμη μου.Όταν έπεσε το βασίλειο  επικράτησε αναρχία.Αλλά που να τα ξέρεις εσύ αυτά.Είσαι πάρα πολυ νέος ακόμα και για να έχεις ακούσει τους μύθους που ακολούθησαν την πτώση."

Οχι ο Στάς ήταν μόνο 129 χρονών.Είχε μάθει όμως πολλά απο τα Βιβλία των Εκατό.Τα βιβλία των 100 ήταν  τα ημερολόγια των εκατό γενεών λυκανθρώπων.Κάθε νέα γενιά φρόντιζε να έχει ενα ιστορικό που κατέγραφε όλα τα σημαντικά γεγονότα που λάμβαναν χώρα στο βασίλειο των τριών θρόνων και οχι μόνο.Θυμόταν ακόμα την πρώτη μέρα που μπηκε στην Βιβλιοθήκη και αντίκρυσε τα γραπτά 5000 ετών.Ολα τακτοποιημένα και πεντακάθαρα με τέσσερις φρουρούς  να τα προσέχουν μέρα νύχτα.Μια πραγματική κληρονομιά  για την οποία ήταν περήφανοι οι λυκάνθρωποι.Μέχρι βέβαια την ημέρα που οι ηλίθιοι οι άνθρωποι έκαψαν την βιβλιοθήκη με αφορμή οτι περιείχαν   γραπτά  νεκρομαντείας.Άραγε θα καταλάβουν ποτέ οι άνθρωποι την καταστροφή την οποία έκαναν;

Χαμένος μεσα στις σκέψεις του ο Στας,επανήλθε στην πραγματικότητα οταν ο Νάνος  άρχισε να φωνάζει δυνατά στο αυτί του:"ΘΕΛΩ ΔΩΜΑΤΙΟ".

"Συγγνώμη ήμουν αφηρημένος.Το δωμάτιο κοστίζει 10 χάλκινα το βράδυ.Εχει καθαρές κουβέρτες και σεντόνια,τα αλλάζουμε κάθε μέρα.Το πρωϊνό σερβίρεται πολυ νωρίς το πρωϊ.Σε τι όνομα να το χρεώσω;" 

"Σλορι" είπε ο Νάνος πέφτοντας με δύναμη απο το σκαμπό."Είναι λιγο ψηλή η τιμή αλλά καλύτερα εδω μέσα παρά έξω.Το κόκκινο φεγγάρι κάνει την εμφάνιση του εκει έξω."

"Ε και τι φοβάσαι;Οι λυκάνθρωποι έχουν εξαφανιστεί πλέον." είπε χαμογελώντας ο Στάς.

Ο Σλόρι σταμάτησε και γύρισε.Για  ενα κλάσμα του δευτερολέπτου ο Στας είδε την ανησυχία στα μάτια του Σλόρι.Ήταν το ίδιο βλέμμα με ένα κάστορα που το βράδυ στο φράγμα του ακούει περίεργους ήχους και ξέρει οτι δεν είναι τα αρθροιτικά του .

"Ο μεγάλος μαύρος ποτέ δεν εξαφανίστηκε.Όσο υπάρχει αυτός έξω κανένας δεν ειναι ασφαλής τα βράδια με κόκκινη πανσέληνο." είπε και ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες.

Πρόλογος




Κάποιοι στην Οτούλ πιστεύουν οτι τα καλά πράγματα στην ζωή έρχονται πάνω σε μία χελώνα.Τα κακά πράγματα αντίθετα έρχονται στην πλάτη ενός αλόγου.Έτσι πολλές φορές η ζωή  τα φέρνει έτσι ώστε το άλογο να πατήσει την χελώνα και να μην έρθουν ποτέ τα καλά νέα.Υπάρχει όμως η πιθανότητα το άλογο να στραμπουλήξει το πόδι του  και τελικά να τερματίσει η χελώνα.
Η πιο εξαίρετη και ενδιαφέρουσα πιθανότητα είναι ενω πατάει το άλογο την χελώνα,να γλυστρήσει και να σκοτωθεί μαζί με την χελώνα.Σε αυτήν την περίπτωση  δεν έρχονται νέα.

Ο Λόφ ο φρενήρης φιλόσοφος  είχε ισχυριστεί οτι  τα παραπάνω δεν είναι σωστά γιατί όπως γνωρίζουμε το άλογο δεν ξέρει τον δρόμο εαν  δεν δούλευε για το βασιλικό ταχυδρομείο.Ανεξάρτητα με το εαν τα γράμματα στο Λευκό Βασίλειο δεν παραδιδόντουσαν ποτέ,το θεώρημα του Λοφ οδήγησε σε μαζικές δολοφονίες ταχυδρόμων.Ο Λοφ εκτελέστηκε  για συκοφαντία του Βασιλικού ταχυδρομείου. Περιέργως το γράμμα  από τον Βασιλικό Εισαγγελέα για την εκτέλεση του Λοφ έφτασε στην ώρα του  μέσω μιας εκπαιδευμένης νυφίτσας.Ο Λοφ είχε κάνει λάθος στο είδος
.
Όταν είμαστε τυχεροί και δεν έχουμε νέα τότε πρέπει να βασιζόμαστε σε φήμες ή σε νέα που έχουν φτάσει σε άλλους.Οι αγρότες στην Κοιλάδα της Βιμ ενημερώνονται για τις τιμές των προϊόντων απο τους εμπόρους.Φυσικά οι έμποροι επέλεγαν να δίνουν συγκεκριμένες πληροφορίες στους αγρότες έτσι ώστε να αγοράζουν όσο πιο φτηνά μπορούσαν.Μικρά όμως λάθη μπορούν να οδηγήσουν σε τεράστιες καταστροφές όπως στην περίπτωση των μπλέ σκόρδων. Ένα μικρό λάθος στο χρώμα (του στύλ "Τα ποτά απο σκόρδο είναι πολύ της μόδας φέτος")  οδήγησε όλους τους αγρότες της Βιμ να καλλιεργήσουν τεράστιες ποσότητες απο μπλε σκόρδα.Τα μπλε σκόρδα σε αντίθεση με τα λευκά  έχουν μαγικές ιδιότητες.Οχι όμως  τις ευχάριστες μαγικές ιδιότητες αλλά απο τις ενοχλητικές,τις οι-γυναίκες-μεταμορφώνονται-σε τρόλλ. Άρα ουτε οι έμποροι φέρνουν καλά νέα.

Όταν ξεμείνουμε απο επιλογές τότε το καλύτερο μέρος να βρούμε καλές πληροφορίες είναι τα πανδοχεία.Εκεί οι πληροφορίες διαφέρουν ανάλογα με τους θαμώνες κάθε φορά.Μπορείς για παράδειγμα να μάθεις οτι η αλλεργία ενός δράκου στην γύρη οδήγησε στο κάψιμο ενός ολόκληρου χωριού οταν ο δράκος πήγε να πιάσει συζήτηση με τους χωρικούς και οι τελευταίοι του προσέφεραν σαν δώρο λουλούδια.Η πηγή κάθε όμως πληροφορίας στο πανδοχείο είναι ο πανδοχέας.

Η ιστορία λοιπόν ξεκινά με ενα πανδοχέα οχι τοσο συνηθισμένο που αποφάσισε να διαδώσει μια ιστορία για να  κρύψει ενα μικρό λογιστικό λάθος.